Η «κακή» χοληστερίνη (LDL) βρίσκεται εδώ και δεκαετίες στο στόχαστρο των γιατρών, οι οποίοι θεωρούν ότι η μείωσή της θα έχει άμεσο θετικό αντίκτυπο στη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου και του πρόωρου θανάτου.
Όμως, μία νέα αμερικανική επιστημονική μελέτη έρχεται να αμφισβητήσει αυτήν την πεποίθηση, καθώς δείχνει ότι στην πράξη οι περισσότερες έως τώρα έρευνες δεν έχουν επιβεβαιώσει αυτά τα αναμενόμενα οφέλη.
Τα φάρμακα που μειώνουν τη χοληστερίνη -με πιο δημοφιλείς τις στατίνες, παγκοσμίως- συνταγογραφούνται σε πολλά εκατομμύρια ανθρώπους σε όλον τον κόσμο.
Ως κατ’ εξοχήν δυνητικά ωφελούμενοι θεωρούνται όσοι έχουν κακή καρδιαγγειακή υγεία, όσοι έχουν «κακή» χοληστερίνη πάνω από 190 mg/dl, όσοι έχουν διαβήτη και όσοι έχουν κίνδυνο πάνω από 7,5% για έμφραγμα ή εγκεφαλικό μέσα στην επόμενη δεκαετία (με βάση μία σειρά από παράγοντες κινδύνου όπως η ηλικία, το οικογενειακό ιστορικό, το κάπνισμα κ.ά.).
Όμως, μολονότι η μείωση της LDL χοληστερίνης θεωρείται βασικό συστατικό μίας προληπτικής θεραπείας, η νέα μελέτη που δημοσιεύθηκε στο βρετανικό ιατρικό περιοδικό “BMJ Evidence Based Medicine”, με επικεφαλής τον δρα Ρόμπερτ ΝτιΜπροφ του Τμήματος Καρδιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Νέου Μεξικού, δεν επιβεβαίωσε κάτι τέτοιο.
Η μελέτη αξιολόγησε συστηματικά όλες τις έως τώρα δημοσιευμένες κλινικές δοκιμές -συνολικά 35- που συγκρίνουν με εικονικό φάρμακο (πλασίμπο) τη θεραπεία με μία από τις τρεις κατηγορίες φαρμάκων κατά της χοληστερίνης (στατίνες, εζετιμίμπη, PCSK9).
Διαπιστώθηκε ότι πάνω από τα τρία τέταρτα των κλινικών δοκιμών δεν είχαν θετική επίπτωση (μείωση) στον κίνδυνο καρδιαγγειακού θανάτου, ενώ σχεδόν οι μισές δεν παρουσίασαν καμία θετική επίπτωση (μείωση) στον κίνδυνο μελλοντικής καρδιαγγειακής νόσου.
Από τις 35 κλινικές δοκιμές που εξετάστηκαν, οι 13 πέτυχαν να ρίξουν την LDL στα επιθυμητά χαμηλά επίπεδα, όμως μόνο μία μελέτη ανέφερε θετική επίπτωση (μείωση) στον κίνδυνο θανάτου.
Από τις υπόλοιπες 22 κλινικές δοκιμές που δεν «έπιασαν» τον στόχο για μείωση της LDL, μόνο τέσσερις ανέφεραν μείωση στον κίνδυνο πρόωρου θανάτου.
Επιπλέον, ο βαθμός μείωσης της «κακής» χοληστερίνης δεν φάνηκε να σχετίζεται με τα καρδιαγγειακά οφέλη, καθώς ακόμη και πολύ μικρές αλλαγές στο επίπεδο της LDL στο αίμα σχετίζονται με μεγαλύτερες μειώσεις στον κίνδυνο εμφράγματος ή θανάτου, αλλά και το αντίθετο, δηλαδή μεγάλες μειώσεις της LDL σχετίζονται με μικρή μόνο μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου.
Συνεπώς, κατά τους ερευνητές, η εστίαση της προσοχής στην «κακή» χοληστερίνη είναι μία αναποτελεσματική στρατηγική, που αποτυγχάνει να εντοπίσει πολλούς ανθρώπους υψηλού κινδύνου, ενώ αντίθετα οδηγεί στη συνταγογράφηση φαρμάκων σε ανθρώπους χαμηλού κινδύνου, οι οποίοι στην πραγματικότητα δεν χρειάζονται θεραπεία.
Επειδή η LDL θεωρείται ουσιώδης για την καρδιαγγειακή νόσο, «η μείωση της φαίνεται λογική», σύμφωνα με τους ερευνητές.
Όμως, προσθέτουν ότι «λαμβάνοντας υπόψη πως δεκάδες τυχαιοποιημένες και ελεγχόμενες κλινικές δοκιμές για μείωση της χοληστερίνης LDL έχουν αποτύχει να εμφανίσουν ένα συστηματικό όφελος, θα έπρεπε να αναρωτηθούμε πλέον για την ισχύ αυτής της θεωρίας».