Έχει πλέον διαπιστωθεί η πιθανότητα να προσβληθεί κάποιος δύο φορές από την COVID-19.
Μάλιστα, η δεύτερη φορά φαίνεται να είναι βαρύτερη από την πρώτη.
Τα περιστατικά επαναμόλυνσης είναι σπάνια, αλλά θέτουν ερωτήματα σχετικά με την ανοσία και την εξέλιξη της επιδημίας.
Πόσα περιστατικά;
Σύμφωνα με την ιατρική επιθεώρηση The Lancet Infectious Diseases, πέντε επιβεβαιωμένα περιστατικά έχουν μέχρι στιγμής καταγραφεί στον κόσμο: στο Χονγκ Κονγκ, στο Βέλγιο, στην Ολλανδία, στον Ισημερινό και στην αμερικανική πολιτεία της Νεβάδα.
Αλλες περιπτώσεις έχουν περιγραφεί από ερευνητές στην Νότια Κορέα και το Ισραήλ, γεγονός που σημαίνει ότι έχουν εμφανισθεί το μέγιστον περί τις είκοσι περιπτώσεις επαναμόλυνσης.
«Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν περισσότερες», προειδοποιεί ο βασικός συντάκτης της μελέτης για το περιστατικό της Νεβάδα, ο καθηγητής Μαρκ Παντόρι.
«Από την μία πλευρά, πολλοί άνθρωποι που έχουν προσβληθεί από την COVID-19 δεν έχουν συμπτώματα, γεγονός που κάνει δύσκολο τον εντοπισμό τους.
Η δεύτερη μόλυνση του ασθενή του Χονγκ Κονγκ ανακαλύφθηκε άλλωστε κατά τύχη, χάρις σε ένα τεστ στο αεροδρόμιο κατά την επιστροφή από την Ευρώπη.
Από την άλλη πλευρά, για να υπάρξει βεβαιότητα ότι πρόκειται για επαναμόλυνση, πρέπει να γίνει γονιδιακή ανάλυση των επιχρισμάτων που έχουν ληφθεί και στις δύο μολύνσεις για να διαπιστωθεί όντως η παρουσία δύο διαφορετικών στελεχών του κορωνοϊού.
Αυτό είναι δύσκολο να εφαρμοσθεί σε μεγάλη κλίμακα.
Ποιες οι συνέπειες για τους ασθενείς;
Αυτό εξαρτάται από την περίπτωση.
Στους ασθενείς της Νεβάδα και του Ισημερινού, η δεύτερη μόλυνση ήταν σοβαρότερη από την πρώτη, αλλά αυτό δεν ίσχυε στις άλλες τρεις περιπτώσεις.
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, το γεγονός ότι ο ασθενής του Χονγκ Κονγκ δεν είχε αναπτύξει συμπτώματα την δεύτερη φορά είναι καλό νέο: είναι ένδειξη ότι το ανοσοποιητικό έμαθε να αμύνεται μετά την πρώτη μόλυνση.
Αντίθετα, ο ασθενής της Νεβάδα χρειάσθηκε να νοσηλευθεί στα Επείγοντα και να λάβει οξυγόνο κατά την δεύτερη μόλυνση, την ώρα που τα συμπτώματά του ήταν ελαφρύτερα σε σχέση με την πρώτη φορά.
«Είναι ανησυχητικό», λέει η καθηγήτρια Ακίκο Ιουασάκι, ειδική στην ανοσία, του Πανεπιστημίου του Yale, σε σχόλιο που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση The Lancet Infectious Diseases.
Οι συντάκτες της μελέτης για τον Αμερικανό ασθενή διατύπωσαν υποθέσεις για να εξηγήσουν για ποιον λόγο η δεύτερη μόλυνση ήταν σοβαρότερη από την πρώτη.
Θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι εξετέθη σε μεγαλύτερο ιικό φορτίο την δεύτερη φορά, το οποίο και προκάλεσε οξύτερη αντίδραση.
Άλλες υποθέσεις είναι η έκθεση σε ισχυρότερο στέλεχος του ιού ή στο γεγονός ότι η δεύτερη μόλυνση διευκολύνθηκε από την παρουσία αντισωμάτων προερχομένων από την πρώτη.
Τέλος, οι Ολλανδοί ερευνητές περιέγραψαν πρόσφατα την περίπτωση μίας γυναίκας 89 ετών που πέθανε έπειτα από επαναμόλυνση.
Αλλά παραλλήλως έπασχε από καρκίνο και οι αντοχές του ανοσοποιητικού της ήταν πολύ χαμηλές.
Ποιες οι συνέπειες για την επιδημία
Οι επαναμολύνσεις θέτουν και πάλι το ερώτημα που έχει τεθεί από την αρχή της πανδημίας και δεν έχει βρει ακόμη οριστική απάντηση: ποιο είναι το επίπεδο και η διάρκεια της ανοσίας κατά του SARS-CoV-2, του κορωνοϊού που προκαλεί την COVID-19;
Οι επαναμολύνσεις σημειώθηκαν σε σχετικά μικρή χρονική απόσταση μεταξύ τους, τεσσεράμισι μήνες ανάμεσα στην πρώτη και την δεύτερη μόλυνση για τον ασθενή του Χονγκ Κονγκ και 48 ημέρες για τον ασθενή της Νεβάδα.
«Τα παραδείγματα άλλων κορωνοϊών υπεύθυνων για ένα συνηθισμένο συνάχι, αλλά και οι Sars και Mers, δείχνουν ότι δεν υπάρχει δια βίου ανοσία», δήλωσε πρόσφατα η ειδική λοιμωξιολόγος του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας Μαρία βαν Κέρκχοουβ.
«Οι άνθρωποι που έχουν διαγνωσθεί θετικοί στον SARS-CoV-2 θα πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνουν μέτρα προφύλαξης, όπως η κοινωνική αποστασιοποίηση, η χρήση μάσκας και το πλύσιμο των χεριών», αφού η επαναμόλυνση είναι πιθανή, είναι η συμβουλή του καθηγητή Παντόρι.
Προστατευτικά μέτρα που δεν απασχολούν τον Ντόναλντ Τραμπ.
«Το είχα. Τώρα, λένε ότι έχω ανοσία.
Αισθάνομαι τόσο δυνατός!», δήλωσε χθες κατά την διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης στην Φλόριντα.
Οι επιστήμονες προσπαθούν επίσης να κατανοήσουν τους λόγους για τους οποίους ορισμένοι άνθρωποι επαναμολύνονται.
«Τα περιστατικά αυτά μελετώνται ενδελεχώς για να διαπιστωθεί αν υπάρχει κάποιος μικρός παράγοντας που μπορεί να δικαιολογήσει την επαναμόλυνση», δηλώνει ο ειδικός περί ανοσίας Φρεντερίκ Αλτάρ του γαλλικού ερευνητικού ινστιτούτου Inserm.
Ομως, όποια και αν είναι η αιτία, «οι επαναμολύνσεις μας δείχνουν ότι δεν μπορούμε να στηριχθούμε στην κτηθείσα ανοσία από την μόλυνση για να επιτύχουμε συλλογική ανοσία», γράφει η καθηγήτρια Ιουασάκι.
Ποιες οι συνέπειες για ένα μελλοντικό εμβόλιο;
Το γεγονός ότι οι επαναμολύνσεις είναι πιθανές μπορεί να θέλει να πει ότι ένα εμβόλιο δεν θα παρείχε πλήρη προστασία.
«Αλλά στο μέτρο που ο αριθμός των περιστατικών είναι πολύ μικρός, το γεγονός δεν πρέπει να μας αποθαρρύνει από την ανάπτυξη εμβολίου», αναφέρει ο καθηγητής Μπρένταν Ρεν του London School of Hygiene & Tropical Medicine.
«Δεν γνωρίζουμε τις επιπλοκές στην εξέλιξη της επιδημίας, ούτε στην ικανότητα ανάπτυξης αποτελεσματικού εμβολίου», παραδέχεται η Συμμαχία για τα Εμβόλια (Gavi).
«Αλλά, ακόμη και λαμβάνοντας υπόψη όλες αυτές τις άγνωστες παραμέτρους, ο εμβολιασμός παραμένει το καλύτερο μέσο προστασίας κατά της COVID-19, ακόμη και αν αποδειχθεί ότι τα εμβόλια δεν προσφέρουν δια βίου ανοσία και ότι οι υπενθυμίσεις είναι αναγκαίες», τονίζει στην ιστοσελίδα του ο διεθνής οργανισμός.
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ
www.y-o.gr