Ενώ πολλές μεταλλάξεις του ιού SARS-CoV-2 κυκλοφορούν σε όλο τον κόσμο, δύο μεταλλάξεις, μία από τις οποίες εντοπίστηκε στο Ηνωμένο Βασίλειο και η άλλη στη Νότια Αφρική, έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον των επιστημόνων λόγω της μεταδοτικότητάς τους που φαίνεται να είναι αυξημένη.
«Αν και οι περισσότερες αναδυόμενες μεταλλάξεις δεν έχουν σημαντικό αντίκτυπο στην εξάπλωση του ιού, ορισμένες μεταλλάξεις ή συνδυασμοί μεταλλάξεων μπορούν να δώσουν στον ιό ένα επιλεκτικό πλεονέκτημα, όπως αυξημένη μεταδοτικότητα ή ικανότητα αποφυγής της ανοσοαπόκρισης του ξενιστή», αναφέρει το Ευρωπαϊκό Κέντρο Πρόληψης και Ελέγχου Νόσων (ECDC).
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, η μετάλλαξη VOC 202012/01 ανακαλύφθηκε το φθινόπωρο.
Σύμφωνα με το ECDC, περισσότερες από 3.000 περιπτώσεις, επιβεβαιωμένες από την αλληλουχία του γονιδιώματος, έχουν αναφερθεί σε εθνικό επίπεδο από τις 26 Δεκεμβρίου.
Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Υγείας, οι προκαταρκτικές αναλύσεις δείχνουν αυξημένη δυνατότητα μετάδοσης αυτής της μετάλλαξης σε σύγκριση με άλλες που κυκλοφορούν.
Αντιθέτως, δεν φαίνεται να σχετίζεται με μια πιο σοβαρή μορφή της νόσου.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ): «Οι προκαταρκτικές αναλύσεις δείχνουν ότι δεν υπάρχει καμία αλλαγή όσον αφορά τη σοβαρότητα της νόσου (μετρούμενη από τη διάρκεια της νοσηλείας και τη θνησιμότητα των περιπτώσεων μετά από 28 ημέρες) και όσον αφορά τη συχνότητα επαναμόλυνσης μεταξύ αυτής της μετάλλαξης και των άλλων που κυκλοφορούν στο Ηνωμένο Βασίλειο.»
Σύμφωνα με μια μελέτη ερευνητών στο Imperial College του Λονδίνου, η μετάλλαξη VOC 202012/01 φαίνεται επίσης να επηρεάζει περισσότερο τα άτομα κάτω των 20 ετών σε σχέση με τις άλλες παραλλαγές του ιού.
Παρ’ όλα αυτά, μέρος αυτού θα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι αυτή η μετάλλαξη άρχισε να κυκλοφορεί σε μια εποχή που η χώρα ήταν σε lockdown, αλλά τα σχολεία εξακολουθούσαν να είναι ανοιχτά.
Από τα τέλη Δεκεμβρίου, η βρετανική μετάλλαξη έχει εντοπιστεί σε πολλές χώρες.
Η δεύτερη μετάλλαξη, που ονομάζεται 501.V2, ανακαλύφθηκε τον Οκτώβριο στη Νότια Αφρική, όπου είναι τώρα η κυρίαρχη μορφή του ιού, σημειώνει το ECDC.
Όπως και η βρετανική, φαίνεται να σχετίζεται με υψηλότερη μεταδοτικότητα σύμφωνα με προκαταρκτικά αποτελέσματα, αλλά χωρίς ενδείξεις για πιο σοβαρή ασθένεια σε αυτό το στάδιο.
Όπως εξηγούν οι επιστήμονες, η υψηλή μεταδοτικότητα του SARS-CoV-2 είναι περισσότερο επικίνδυνη σε σχέση με την υψηλή θνησιμότητα: μια μεταδοτική παραλλαγή είναι περισσότερο ανησυχητική από μια θανατηφόρα παραλλαγή επειδή το πρόβλημα της COVID19 δεν είναι το ποσοστό θανάτου, αλλά η ικανότητά της να εξαπλώνεται μαζικά και να επιβαρύνει το σύστημα υγείας.
Εξ ου και το ενδιαφέρον για παρακολούθηση αυτών των μεταλλάξεων και για τήρηση των μέτρων πρόληψης για την αποφυγή της μαζικής εξάπλωσής τους.