Ειδικοί ερευνητές χαρακτηρίζουν «άθλια» τη διατροφή παγκοσμίως, και την τοποθετούν σε υψηλότερο σκαλοπάτι στην κλίμακα κινδύνου νοσηρότητας και θνησιμότητας ακόμη και από το κάπνισμα και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Από έρευνα του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων (ΑΠΕ-ΜΠΕ), προκύπτει πως ειδικά στην Ελλάδα τρώμε πολύ και ανθυγιεινά, με αποτέλεσμα στους ενήλικες άνω των 60 ετών, περίπου 1 στους 2 να είναι δυσλιπιδαιμικός ή/και υπερτασικός ενώ πάνω από το 10% να είναι διαβητικοί.
Όσον αφορά τα παιδιά, οι ειδικοί επισημαίνουν ότι προβλήματα όπως η παχυσαρκία, η αναιμία ή η ανεπάρκεια θρεπτικών συστατικών δεν αντιμετωπίζονται δεόντως με τους διατροφικούς κανόνες, καθώς περισσότερα από τέσσερα στα δέκα παιδιά πίνουν καθημερινά ροφήματα με ζάχαρη και ένα στα τρία δεν τρώει καθημερινά ούτε ένα φρούτο.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Διατροφής, περισσότερα από τέσσερα στα δέκα παιδιά πίνουν καθημερινά ροφήματα με ζάχαρη και ένα στα τρία δεν τρώει καθημερινά ούτε ένα φρούτο.
Η έκθεση κρούει τον κώδωνα του κινδύνου και προειδοποιεί ότι οι περισσότερες χώρες δεν θα επιτύχουν τους εννέα παγκόσμιους στόχους για τη διατροφή του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), τους οποίους έχουν υπογράψει ότι θα πρέπει να επιτύχουν μέχρι το 2025, περιλαμβανομένων της παχυσαρκίας των ενηλίκων, του διαβήτη, της αναιμίας και της υγείας των παιδιών.
Η διευθύντρια του κέντρου πολιτικής των τροφίμων στο πανεπιστήμιο City του Λονδίνου, καθηγήτρια Κορίνα Χοκς, υπογραμμίζει ότι «Καμία από τις εισοδηματικές κατηγορίες που εξετάστηκαν δεν λαμβάνει στη διατροφή της αρκετά λαχανικά, όσπρια και τρόφιμα ολικής αλέσεως.
Αυτό είναι ένα πρόβλημα διαταξικό σε παγκόσμιο επίπεδο.»
Σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότερες χώρες που διαθέτουν βάσεις δεδομένων βιώνουν περισσότερες από μια μορφή κακής διατροφής, όπως είναι η παιδική στασιμότητα ανάπτυξης, η αναιμία στις γυναίκες σε αναπαραγωγική ηλικία και η παχυσαρκία.
Η κακή διατροφή είναι μια από τις κυριότερες αιτίες πρόκλησης προβλημάτων υγείας παγκοσμίως και ευθύνεται σχεδόν για έναν στους πέντε θανάτους, σύμφωνα με την έκθεση ενώ περίπου 8,23 εκατομμύρια παιδιά παγκοσμίως είτε αντιμετωπίζουν στασιμότητα ανάπτυξης, είτε είναι υπέρβαρα.
Τα στοιχεία της Πανελλαδικής Μελέτης Διατροφής και Υγείας (ΠΑ.ΜΕ.Δ.Υ) που αξιολόγησε 4600 άτομα όλων των ηλικιών από αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού προέκυψε οτι οι διατροφικές συνήθειες του πληθυσμού προσδίδουν λίπος, κορεσμένα λιπαρά και πρωτεΐνη πάνω από τις συστάσεις.
Σχεδόν όλος ο πληθυσμός που εξετάστηκε δεν είχε επαρκή πρόσληψη βιταμίνης D, το 70% είχε χαμηλή πρόσληψη φυλλικού οξέος, το 60% σε ασβέστιο και κάλιο, ενώ περίπου το 30% των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας είχαν χαμηλή πρόσληψη σιδήρου.