Σύμφωνα με έρευνα που δημοσιεύθηκε σήμερα, βάσει της οποίας τα κλινικά συμπτώματα της ασθένειας εμφανίζονται μόλις στο ένα πέμπτο των κρουσμάτων σε παιδιά και εφήβους, οι άνθρωποι κάτω των 20 ετών έχουν περίπου μισές πιθανότητες ευαισθησίας στην COVID-19 από τους αντίστοιχους με ηλικία 20 ετών και πάνω.
Η έρευνα, που αποτελεί μία μελέτη μοντελοποίησης με δεδομένα από 32 τοποθεσίες σε Κίνα, Ιταλία, Ιαπωνία, Σιγκαπούρη, Καναδά και Νότια Κορέα, διαπιστώνει πως απεναντίας τα συμπτώματα της COVID-19 εμφανίζονται στο 69% των λοιμώξεων σε άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι το μέτρο του κλεισίματος των σχολείων – που εφαρμόσθηκε σε πολλές χώρες στο πλαίσιο των περιοριστικών μέτρων για τον έλεγχο της πανδημίας του κορωνοϊού – είναι πιθανό να έχουν περιορισμένο αντίκτυπο στη μετάδοση της νόσου, σύμφωνα με τους ερευνητές.
Η μελέτη, που δημοσιεύεται στο περιοδικό Nature Medicine, συγκρίνει την επίδραση που έχει το κλείσιμο των σχολείων σε προσομοιωμένες εξάρσεις γρίπης – που είναι γνωστό ότι μεταδίδεται ταχύτατα στα παιδιά – και COVID-19, της νόσου που προκαλείται από το νέο κορωνοϊό.
«Για την COVID-19, τα αποτελέσματα από το κλείσιμο του σχολείου υπήρξαν πολύ μικρότερα», τονίζει η Ρόζαλιντ Έγκο, ερευνήτρια στη μοντελοποίηση λοιμωδών νόσων στο The London School of Hygiene and Tropical Medicine, η οποία ηγήθηκε της μελέτης.
Όπως τόνισε πάντως η ίδια, τα πορίσματα προέρχονται από προσομοιώσεις επιδημιών και χρειάζεται να διευρυνθούν και επικυρωθούν με έρευνες σε πραγματικές συνθήκες.
Χρησιμοποιώντας δημογραφικά δεδομένα από τις έξι χώρες, αλλά και από έξι έρευνες σχετικά με τα εκτιμώμενα ποσοστά μόλυνσης από COVID-19 και τη σοβαρότητα των συμπτωμάτων σε διαφορετικές ηλικιακές ομάδες, το μοντέλο έδειξε ότι άνθρωποι κάτω των 20 ετών δείχνουν περίπου τη μισή ευαισθησία στην COVID-19 απ’ όσο εκείνοι ηλικίας άνω των 20 ετών, ενώ στο ηλικιακό φάσμα μεταξύ 10-19 ετών, μόνο το 21% των προσβεβλημένων είχε κλινικά συμπτώματα.
Οι ερευνητές επίσης προσομοίωσαν επιδημίες COVID-19 σε 146 πρωτεύουσες σε όλο τον κόσμο και διαπίστωσαν πως ο συνολικός αναμενόμενος αριθμός κλινικών κρουσμάτων διέφερε ανάλογα με τη μέση ηλικία.
«Η ηλικιακή δομή ενός πληθυσμού μπορεί να έχει σημαντικό αντίκτυπο», δήλωσε ο Δρ. Νίκολας Ντέιβις, που προΐστατο της έρευνας.
«Χώρες με περισσότερο νεανικό πληθυσμό είναι πιθανό να αντιμετωπίσουν χαμηλότερο φορτίο COVID-19», πρόσθεσε.