Ο όρος «οστεοπενία» (αγγλ: osteopenia) είναι λέξη ελληνικής προελεύσεως που χρησιμοποιείται από τη διεθνή επιστημονική κοινότητα για να περιγράψει μια κατάσταση οστικής πυκνότητας μεταξύ του φυσιολογικού και της οστεοπόρωσης.
Πρόκειται δηλαδή για ασθενείς των οποίων η μέτρηση οστικής πυκνότητας δείχνει ελάττωση αλλά όχι τόση ώστε να τεθεί η διάγνωση της οστεοπόρωσης και θεωρείται προστάδιο αυτής.
Επιστημονικά ως οστεοπενία χαρακτηρίζεται η οστική πυκνότητα όταν βρίσκεται 1 έως 2,5 σταθερές αποκλίσεις κάτω από την αντίστοιχη οστική πυκνότητα νέων υγιών γυναικών του ίδιου ύψους και βάρους.
Όταν η οστική πυκνότητα είναι περισσότερο από 2,5 σταθερές αποκλίσεις κάτω από την οστική πυκνότητα νέων υγιών γυναικών (το οποίο αντιστοιχεί σε μείωση περίπου 30%) ή/και όταν υπάρχει κάταγμα/κατάγματα χαμηλής βίας (δηλαδή χωρίς να ασκείται ιδιαίτερη δύναμη) τότε μιλάμε για οστεοπόρωση.
Ο στόχος της θεραπείας
Ο στόχος της θεραπείας όταν υπάρχει ελαττωμένη οστική πυκνότητα είναι να προλάβουμε το κάταγμα.
Κι ενώ στην οστεοπόρωση είναι επιβεβλημένο να χορηγηθεί θεραπεία, δεν συμβαίνει το ίδιο και στην οστεοπενία, διότι αν ίσχυε κάτι τέτοιο, όπως αντιλαμβάνεστε, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού θα έπρεπε να παίρνει θεραπεία, παρότι ένα σημαντικό ποσοστό αυτού δεν θα διατρέχει σοβαρό κίνδυνο να υποστεί κάταγμα.
Κάτι τέτοιο, πέρα από το ότι αρκετοί ασθενείς θα έπαιρναν θεραπεία χωρίς να την χρειάζονται, συνεπάγεται και μεγάλη επιβάρυνση του ασφαλιστικού συστήματος και διόγκωση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Από την άλλη, δεν θα έπρεπε να μείνουν αθεράπευτοι ασθενείς που έχουν κίνδυνο να υποστούν κάταγμα ενώ το άμεσο και έμμεσο κόστος των καταγμάτων επίσης επιβαρύνει σημαντικά το ασφαλιστικό σύστημα.
Έπρεπε, λοιπόν, να βρεθεί ένας αλγόριθμος που θα επιτρέπει να εντοπίσει ο ιατρός τους ασθενείς με οστεοπενία που θα έχουν σημαντικό όφελος αν λάβουν θεραπεία.
Ένας απλός τέτοιος αλγόριθμος που χρησιμοποιείται ευρέως σήμερα είναι το FRAX, ένα διαγνωστικό εργαλείο που υπολογίζει τον κίνδυνο να υποστεί κάποιος κάταγμα στην επόμενη δεκαετία της ζωής του, αξιολογώντας απλές πληροφορίες από το ιστορικό (ηλικία, φύλο, ύψος, βάρος, ύπαρξη προηγούμενου κατάγματος, κάταγμα ισχίου κάποιου από τους δύο γονείς, κάπνισμα, κατάχρηση αλκοόλ, λήψη κορτιζόνης, ύπαρξη ρευματοειδούς αρθρίτιδας) και την τιμή της οστικής πυκνότητας.
Τα όρια του FRAX πάνω από τα οποία πρέπει να ξεκινήσει θεραπεία ένας ασθενής με οστεοπενία ειδικά για τον ελληνικό πληθυσμό έχουν καθοριστεί κατόπιν οικονομοτεχνικών αναλύσεων του Ελληνικού Ιδρύματος Οστεοπόρωσης σε συνεργασία με την Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας που έλαβαν υπόψιν δεδομένα από Έλληνες ασθενείς με κατάγματα.
Τα όρια αυτά περιγράφονται λεπτομερώς στις Κατευθυντήριες Οδηγίες για τη Διάγνωση και Θεραπεία της Οστεοπόρωσης που εξέδωσε πρόσφατα το Υπουργείο Υγείας.
Συμβουλευόμενος λοιπόν τις παραπάνω οδηγίες, ο θεράπων ιατρός σας μπορεί να σας υποδείξει να πρέπει να λάβετε θεραπεία ή όχι.
Κάτι πολύ σημαντικό για όλους τους ασθενείς με οστεοπενία είναι να γίνεται πάντα, παράλληλα με την μέτρηση οστικής πυκνότητας, και μια πλάγια ακτινογραφία της σπονδυλικής στήλης.
Ο λόγος είναι ότι συχνά βρίσκονται στην ακτινογραφία κατάγματα σπονδύλων που, αυτομάτως και ανεξάρτητα από την τιμή της οστικής πυκνότητας, είναι ένδειξη να αρχίσει ο ασθενής αγωγή.
Επιπλέον, πάντα πρέπει να γίνονται και κάποιες ειδικές εξετάσεις αίματος με σκοπό να αποκλειστούν άλλες παθήσεις που ελαττώνουν την οστική πυκνότητα και χρειάζονται διαφορετική θεραπευτική προσέγγιση από την «κλασσική» οστεοπενία / οστεοπόρωση.
Από την στιγμή που θα αποφασίσει ο ιατρός σας να σας χορηγήσει θεραπεία υπάρχουν αρκετές αποτελεσματικές και ασφαλείς επιλογές.
Μεταξύ αυτών κυριαρχούν τα διφωσφονικά, που χορηγούνται μια φορά την εβδομάδα ή δύο συνεχόμενες ημέρες το μήνα ή μια φορά το μήνα.
Η ιδιαιτερότητα αυτών των φαρμάκων είναι ότι πρέπει να λαμβάνονται χωρίς άλλα φάρμακα, με άδειο στομάχι, να συνοδεύονται από ένα μεγάλο ποτήρι νερό και να παραμένει ο ασθενής όρθιος και χωρίς να φάει για τουλάχιστον μισή ώρα μετά τη λήψη τους.
Οι οδηγίες αυτές αποβλέπουν αφενός στο να απορροφηθεί επαρκώς το χάπι κι αφετέρου στο να αποφευχθεί ο ερεθισμός του οισοφάγου και του στομάχου.
Μια άλλη καλή επιλογή είναι η δενοσουμάμπη, που χορηγείται υπό μορφή εξαμηνιαίας ένεσης.
Το φάρμακο αυτό πλεονεκτεί σε ασθενείς που έχουν προβλήματα από το ανώτερο πεπτικό τους (οισοφαγίτιδα, γαστρίτιδα, έλκος) ή παίρνουν πολλά φάρμακα.
Σε γυναίκες με οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού προτιμώνται φάρμακα που συγχρόνως μειώνουν και αυτό τον κίνδυνο όπως η ραλοξιφένη και η βαζεδοξιφένη.
Τέλος, σε γυναίκες που βρίσκονται στα πρώτα χρόνια της εμμηνόπαυσης κι έχουν έντονα κλιμακτηριακά συμπτώματα μπορεί να χορηγηθεί θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης, δηλ. συνδυασμός οιστρογόνων και προγεστερόνης, που πέρα από την προστασία του σκελετού θα ανακουφίσει κι από αυτά τα βασανιστικά για πολλές γυναίκες συμπτώματα.
Σε κάθε περίπτωση, ο θεράπων ιατρός σας είναι αυτός που θα σας προτείνει την καταλληλότερη θεραπεία για σας, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του κάθε φαρμάκου αλλά και τις δικές σας.
Δρ. Αθανάσιος Αναστασιλάκης, Ενδοκρινολόγος, Αναπληρωτής Διευθυντής Ενδοκρινολογικού Τμήματος, 424 Γενικό Στρατιωτικό Νοσοκομείο, Θεσσαλονίκη