Η χορήγηση Κολχικίνης, στο πλαίσιο πολυκεντρικής μελέτης που διεξήχθη στην Ελλάδα, έδειξε σημαντική μείωση της πιθανότητας διασωλήνωσης και κατ’ επέκταση θνητότητας σε ασθενείς που νοσηλεύονται με τη νόσο COVID-19.
Η μελέτη GRECCO-19, τα αποτελέσματα της οποία δημοσιεύονται σήμερα σε ένα από τα πιο έγκυρα διεθνή επιστημονικά περιοδικά το Jama (open access), είναι από τις ελάχιστες σε ολόκληρο τον κόσμο που έχουν δείξει έως σήμερα σημαντικό όφελος σε ασθενείς που χρειάσθηκε να νοσηλευτούν σε νοσοκομείο με κορωνοϊό, όπως αναφέρουν οι επικεφαλής της.
«Το ότι μείωσε τους δείκτες φλεγμονής ήταν ένα ενθαρρυντικό στοιχείο, αλλά το πιο σημαντικό εύρημα ήταν ότι η παράλληλη χορήγησή της -ως συμπληρωματική φαρμακευτική αγωγή- μείωσε το ποσοστό όσων ασθενών διασωληνώθηκαν από COVID-19», αναφέρει ο καθηγητής καρδιολογίας Χριστόδουλος Στεφανάδης.
Όπως επισημαίνει, από τους 105 ασθενείς που συμμετείχαν στη μελέτη, οι 55 έλαβαν συμπληρωματικά Κολχικίνη.
«Σε αυτή την ομάδα, μόνο ένας χρειάσθηκε να διασωληνωθεί. Από την άλλη ομάδα, των 50 που δεν έλαβαν Κολχικίνη και ακολούθησαν την κλασική θεραπεία, επτά διασωληνώθηκαν», προσέθεσε σημειώνοντας ότι «πάνω από 60% όσων διασωληνώνονται καταλήγουν».
Η αντιφλεγμονώδης δράση της Κολχικίνης ήταν γνωστή εδώ και χρόνια, καθώς πρόκειται για ένα ασφαλές φθηνό και αποτελεσματικό φάρμακο που χρησιμοποιείται σε διάφορες παθήσεις, μεταξύ άλλων και στην περικαρδίτιδα.
Όπως αναφέρει ο κ. Σπύρος Δευτεραίος, καθηγητής καρδιολογίας, «οι ασθενείς που έλαβαν κολχικίνη παρουσίασαν λιγότερο συχνά επιδείνωση κατά δύο κλινικές κατηγορίες στην κλίμακα του παγκόσμιου οργανισμού υγείας σε σχέση με την ομάδα που δεν έλαβε (1,8% έναντι 14%)».
Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι η διασωλήνωση (η μεγάλη αναπνευστική ανεπάρκεια δηλαδή) ήταν λιγότερο πιθανή στους ασθενείς που έλαβαν κολχικίνη, όπως εξηγεί.
«Η αντιμετώπιση της λοίμωξης COVID-19 γίνεται σήμερα με αντιικά, ανοσοτροποποιητικά και αντιφλεγμονώδη φάρμακα.
Η Κολχικίνη ως αντιφλεγμονώδες, έχοντας δράσει αποτελεσματικά στη φλεγμονή που προκαλείται, όχι μόνο στο μυοκάρδιο, αλλά στο σύνολο του οργανισμού, δίνει περιθώρια στον ανθρώπινο οργανισμό να ανακάμψει από τη λοίμωξη COVID-19» αναφέρει και ο καθηγητής-λοιμωξιολόγος Παναγιώτης Γαργαλιάνος.
Πώς ξεκίνησε η ιδέα να χορηγηθεί και να μελετηθεί η Κολχικίνη
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές, όταν προέκυπταν τα πρώτα δεδομένα σχετικά με τη νόσο COVID-19, έγινε γρήγορα κατανοητός ο αρνητικός ρόλος της υπέρμετρης φλεγμονώδους απόκρισης του οργανισμού στον εισβολέα (o ιός που σήμερα ονομάζεται SARS-CoV-2) και μάλιστα σε πολυσυστηματικό επίπεδο -δηλαδή επηρεάζοντας πολλά όργανα, του μυοκαρδίου συμπεριλαμβανομένου.
Η πολύχρονη εμπειρία τους με την κολχικίνη, η ασφάλειά της, αλλά και οι θεραπευτικές αντιφλεγμονώδεις ιδιότητές της, όπως να αναφέρουν, τους οδήγησαν στη σκέψη να τη χρησιμοποιήσουν ώστε να θωρακίσουν τον οργανισμό από τις παράπλευρες αρνητικές φλεγμονώδεις επιδράσεις που δημιουργούνται κατά τη νόσο COVID-19.
Ίσως χρησιμοποιηθεί και ως φάρμακο για προφυλακτική αγωγή
Όπως συμπληρώνει ο κ. Στεφανάδης, «δεν γνωρίζουμε ακόμα αν περιορίζεται η πιθανότητα να νοσήσει κάποιος, όταν το φάρμακο χορηγηθεί -προληπτικά- με την εμφάνιση των πρώτων ήπιων συμπτώματα.
Ήδη υπάρχει μεγάλο διεθνές επιστημονικό ενδιαφέρον και βρίσκονται σε εξέλιξη μελέτες για να διερευνηθεί αυτό το ενδεχόμενο.
Το αν μπορεί να χορηγηθεί και να δράσει αποτελεσματικά στην αρχή της νόσου θα το γνωρίζουμε το φθινόπωρο».
Αν αποδειχθεί ότι το φάρμακο είναι αποτελεσματικό από την αρχή της νόσου, αναφέρει ο κ. Γαργαλιάνος, «ανοίγει και το ενδεχόμενο της προληπτικής χορήγησής του σε ειδικές πληθυσμιακές ομάδες (υγειονομικοί κ.ά.) ως προφυλακτική αγωγή».
Η αρχική σύλληψη της μελέτης GRECCO-19 ήταν ελληνική, αλλά η πλήρης ανάπτυξη του πρωτοκόλλου, η ανάλυση και δημοσίευση των αποτελεσμάτων έγινε με συνεργασία επιστημόνων από την Ελλάδα, την Ιταλία (Humanitas Clinical and Research Hospital), την Ισπανία (Hospital Universitario y Politécnico La Fe, Valencia) και τις ΗΠΑ (Yale University, Icahn School of Medicine at Mount Sinai) – συμπεριλαμβανομένων Ελλήνων επιστημόνων της Διασποράς.
Αρχικός σκοπός ήταν να ενταχθούν ασθενείς σε όλες αυτές τις χώρες, αλλά λόγω του αυστηρού ρυθμιστικού πλαισίου για τις κλινικές μελέτες και τον σύντομο χρονικό ορίζοντα, τελικά αυτό έγινε εφικτό μόνο στην Ελλάδα.
Στη μελέτη συμμετείχαν πάνω από 70 επιστήμονες από 16 κέντρα στη χώρα μας, σε νοσοκομεία της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης, της Καστοριάς, της Πτολεμαΐδας, της Κοζάνης, της Αλεξανδρούπολης, των Ιωαννίνων και της Πάτρας.