Καρκίνωμα Paget
Το καρκίνωμα Paget δεν είναι συχνό (περίπου 1% από όλους τους καρκίνους του μαστού).
Στο 85% των περιπτώσεων υποκρύπτεται ένας διηθητικός ή μη διηθητικός καρκίνος, συνήθως ένα καλά διαφοροποιημένο διηθητικό ενδοπορικό καρκίνωμα ή ένα ενδοπορικό καρκίνωμα (DCIS).
Το επιθήλιο των πόρων της θηλής είναι διαπερατό, οι μεταβολές της θηλής είναι μικρές, ενώ ακόμα και μια μάζα μπορεί να μην είναι ψηλαφητή.
Λόγω της εμφάνισης αβλαβών μεταβολών στη θηλή, η διάγνωση συχνά διαφεύγει της προσοχής των ιατρών.
Τα πρώτα συμπτώματα είναι ο κνησμός ή ο καύσος της θηλής, με επιφανειακή διάβρωση ή εξέλκωση.
Η διάγνωση επιβεβαιώνεται με βιοψία στην περιοχή της αλλοίωσης. Όταν η βλάβη αποτελείται μόνο από αλλοιώσεις τις θηλής, η συχνότητα των μασχαλιαίων μεταστάσεων είναι κάτω του 5% και η πρόγνωση είναι πολύ καλή.
Όταν είναι παρούσα και μια μάζα στο μαστό, η πιθανότητα μασχαλιαίων μεταστάσεων αυξάνεται, ενώ αντίθετα ελαττώνονται οι πιθανότητες για χειρουργική ή άλλη θεραπεία.
Φλεγμονώδης καρκίνος
Αποτελεί την πιο κακοήθη μορφή καρκίνου του μαστού και αντιπροσωπεύει λιγότερο από το 3% όλων των περιπτώσεων. Τα κλινικά συμπτώματα περιλαμβάνουν την ταχεία ανάπτυξη, μερικές φορές επώδυνης μάζας που διογκώνει τον μαστό. Το υπερκείμενο δέρμα γίνεται οιδηματώδες, ερυθηματώδες και θερμό.
Η διάγνωση τίθεται όταν η ερυθρότητα προσβάλλει πάνω από το 1/3 του δέρματος του μαστού και το αποτέλεσμα της βιοψίας είναι ένα διηθητικό καρκίνωμα με διήθηση και των υποδερμικών λεμφαγγείων.
Οι μεταστάσεις εμφανίζονται σε πρώιμο στάδιο και σε μεγάλη έκταση, συνιστώντας τη μορφή αυτή του καρκίνου σπάνια θεραπεύσιμη. Η ακτινοθεραπεία, η ορμονοθεραπεία και η χημειοθεραπεία έχουν ευεργετική επίδραση στις ασθένειες αυτές.
Η διενέργεια μαστεκτομής ενδείκνυται στις περιπτώσεις που η χημειοθεραπεία και η ακτινοθεραπεία έχουν κλινικά συρρικνώσει τη νόσο χωρίς αποδεικτικά στοιχεία απομακρυσμένων μεταστάσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πιθανό να εξαλειφθεί η υπολειμματική νόσος του μαστού.
Αμφοτερόπλευρος καρκίνος του μαστού
Ο αμφοτερόπλευρος καρκίνος του μαστού εμφανίζεται σε ποσοστό κάτω του 5% των ασθενών, ωστόσο υψηλή επίπτωση καταγράφεται, περίπου 20%-25%, στην εμφάνιση καρκίνου του μαστού στον έτερο μαστό.
Η αμφοτερόπλευρη εντόπιση της νόσου εμφανίζεται συχνότερα στον κληρονομικό καρκίνο του μαστού, στις γυναίκες κάτω των 50 ετών και όταν ο πρωτοπαθής όγκος είναι λοβιακός.
Η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου στον έτερο μαστό αυξάνεται αναλογικά με το χρονικό διάστημα που έχει παρέλθει μετά την πρώτη διάγνωση της νόσου περίπου 1%-2% κάθε έτος.
Σε ασθενείς με καρκίνο του μαστού, θα πρέπει να διενεργείται αμφοτερόπλευρη μαστογραφία πριν την έναρξη της πρωταρχικής θεραπείας και σε τακτά χρονικά διαστήματα μετά από αυτήν, για την ανίχνευση τυχόν ύποπτων αλλοιώσεων τόσο στον έτερο μαστό αλλά και στον σύστοιχο εναπομείναντα μαστό. Η μαγνητική τομογραφία είναι χρήσιμη σε αυτήν την ομάδα υψηλού κινδύνου.
Μη διηθητικός καρκίνος
Ο μη διηθητικός καρκίνος μπορεί να ανιχνευθεί μέσα στους πόρους (DCIS) ή στα λόβια (LCIS). Ο ενδοπορικός καρκίνος συνήθως είναι ετερόπλευρος και αν δεν θεραπευτεί μπορεί να εξελιχθεί σε διηθητικό καρκίνο.
Σε περίπου 40%-60% των γυναικών που διαγιγνώσθηκαν με ενδοπορικό καρκίνο και αντιμετωπίσθηκαν μόνο με βιοψία, εμφάνισαν στη πορεία διηθητικό καρκίνο στον σύστοιχο μαστό.
Το ενδολοβιακό καρκίνωμα, αν και θεωρείται μια προκαρκινική βλάβη ή ένας παράγοντας κινδύνου για εμφάνιση καρκίνου του μαστού, μπορεί να συμπεριφερθεί σαν ενδοπορικό καρκίνωμα.
Το ενδοπορικό καρκίνωμα μπορεί να αντιμετωπισθεί με ευρεία εκτομή με ή χωρίς ακτινοθεραπεία ή με ολική μαστεκτομή. Η χειρουργική αντιμετώπιση με διατήρηση του μαστού συστήνεται σε ασθενείς με μικρότερες σε όγκο αλλοιώσεις, υποψήφιες για ογκεκτομή.
Οι ασθενείς που δεν μπορούν να αποδεχτούν τον αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού, μπορούν να αντιμετωπίζονται με χειρουργική εξαίρεση της αλλοίωσης και να ερωτώνται αν επιθυμούν να υποβληθούν σε αμφοτερόπλευρη ολική μαστεκτομή.
Σήμερα, η μέθοδος εκλογής είναι η χορήγηση χημειοπροφύλαξης σε ασθενείς που έχουν υποβληθεί σε πλήρη εκτομή αλλοιώσεων ενδοπορικού ή ενδολοβιακού καρκινώματος. Η βιοψία του φρουρού λεμφαδένα ενδείκνυται ίσως μόνο στις περιπτώσεις μεγάλων σε όγκο ενδοπορικών καρκινωμάτων που αντιμετωπίστηκαν με μαστεκτομή.
Μαριόλης Σαψάκος Θεόδωρος
Γενικός Χειρουργός – www.drmariolis.gr
www.y-o.gr