Παρόλο που η γήρανση του ανθρώπου αποτελεί μία φυσιολογική διαδικασία που εξελίσσεται με την πάροδο του χρόνου, πλέον υπάρχει η δυνατότητα να επιβραδυνθεί η πρόοδός της, με τακτική παρακολούθηση όλων εκείνων των παραγόντων που μπορούν να απειλήσουν την υγεία, την αυτονομία και την αυτοεξυπηρέτηση των ηλικιωμένων ατόμων.
Υπάρχουν 2 διαφορετικές κατηγορίες ηλικιωμένων
1. Αυτός στην ώριμη ηλικία, που διανύει την ηλικία των 60, βρίσκεται σε καλή κατάσταση υγείας, είναι ενεργός και δραστήριος, αλλά ταυτόχρονα πρέπει να προλαμβάνει ορισμένες παθολογικές καταστάσεις, όπως οστεοπόρωση, μεταβολικές διαταραχές (διαβήτης, υπερχοληστερολαιμία κ.ά.).
2. Ο ηλικιωμένος άνω των 75 ετών, που είναι πιθανό να είναι σωματικά αποδυναμωμένος από παθολογικές καταστάσεις, οι οποίες τον οδηγούν σε αδυναμία αυτοσυντήρησης και εξάρτιση από τρίτα άτομα.
Υπό τον φόβο της ανεξέλεγκτης πολυφαρμακίας στους ηλικιωμένους, ορισμένες παθήσεις υποθεραπεύονται.
Ωστόσο, δεν φταίει μόνο η γήρανση αλλά και η ανεπαρκής θεραπευτική αντιμετώπιση, η οποία οδηγεί αρκετές φορές στην αδυναμία αυτοσυντήρησης.
Ορισμένες παθολογικές καταστάσεις στον γηριατρικό πληθυσμό, δεν απαιτούν μόνο τη φαρμακευτική αντιμετώπιση.
Σε αρκετές περιπτώσεις, δεν υπάρχουν σταθερές θεραπείες και η επανεκτίμηση της πορείας του ασθενούς πρέπει να γίνεται τακτικά, ανάλογα την κατάσταση της υγείας του.
Η γήρανση του ανοσοποιητικού συστήματος
Η γήρανση του ανοσοποιητικού συστήματος του ηλικιωμένου, έχει αντίκτυπο, τόσο στην ποσότητα των παραγόμενων αντισωμάτων, όσο και στην αντοχή της απάντησης αυτής.
Κατά συνέπεια, η ανοσοαπάντηση στη μόλυνση είναι αισθητά μικρότερη, σε σχέση με ένα νεότερο άτομο.
Αυτό, έχει ως αποτέλεσμα την πτώση της ανοσολογικής απόκρισης ενάντια σε όλους τους τύπους παθογόνων μικροοργανισμών, καθώς και τη μειωμένη αποτελεσματικότητα των εμβολίων.
Ακόμα, παθολογικές καταστάσεις μπορούν να έχουν πολύ πιο έντονο αντίκτυπο στο γηριατρικό ασθενή.
Για παράδειγμα, μια αναιμία μπορεί να είναι υπεύθυνη για σημαντικές επιπλοκές που θα οδηγήσουν σε λειτουργικούς περιορισμούς.
Ακόμα, η διαχείριση του διαβήτη απαιτεί προσαρμογή των στόχων και των θεραπευτικών εργαλείων, καθώς η επιλογή της από του στόματος θεραπείας είναι πιο περιορισμένη σε σχέση με νεότερα άτομα.
Τέλος, ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να δίνεται σε καταστάσεις όπως η υπερχοληστερολαιμία, που η θεραπεία της μπορεί να μειώσει τόσο τον καρδιαγγειακό κίνδυνο όσο και τη γνωστική έκπτωση.