Ο κυριότερος παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση της νόσου είναι η ηλικία.
Ο κίνδυνος εμφάνισης καρκίνου του μαστού σε μια γυναίκα αυξάνεται σταδιακά έως τα 60 έτη, κορυφώνεται στα 70 και έπειτα μειώνεται.
Ένας πολύ σημαντικός παράγοντας κινδύνου για την εκδήλωση της νόσου είναι το οικογενειακό ιστορικό καρκίνου του μαστού ή των ωοθηκών.
Οι άτοκες γυναίκες όπως επίσης και οι γυναίκες που ολοκλήρωσαν την πρώτη εγκυμοσύνη τους μετά την ηλικία των 30 ετών, έχουν υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Η καθυστερημένη εμμηναρχή και η τεχνητή εμμηνόπαυση σχετίζονται με μειωμένη επίπτωση, ενώ η πρώιμη εμμηναρχή (κάτω από την ηλικία των 12 ετών) και η όψιμη φυσική εμμηνόπαυση (μετά την ηλικία των 55 ετών) έχουν κατηγορηθεί ότι αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης της νόσου.
Τα συνδυαζόμενα από του στόματος αντισυλληπτικά δισκία μπορεί να αυξήσουν το ρίσκο του καρκίνου του μαστού.
Η κατανάλωση αλκοόλ, η υψηλή κατανάλωση λιπαρών και η έλλειψη άσκησης μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του μαστού.
Η ινοκυστική νόσος, όταν συνοδεύεται από εκφυλιστικές αλλοιώσεις, θηλωμάτωση, ή άτυπη επιθηλιακή υπερπλασία αλλά και η αυξημένη πυκνότητα του μαζικού αδένα στη μαστογραφία σχετίζεται επίσης με αυξημένο κίνδυνο.
Κλινική εξέταση μαστού και αυτοεξέταση
Η αυτοεξέταση στις προεμμηνοπαυσιακές γυναίκες πρέπει να πραγματοποιείται 7-8 ημέρες μετά την έναρξη της εμμήνου ρύσεως.
Πολλές γυναίκες ανακαλύπτουν μικρούς μαζικούς λεμφαδένες ευκολότερα όταν το δέρμα τους είναι υγρό κατά την διάρκεια του μπάνιου.
Απεικόνιση
Η μαστογραφία είναι η πιο αξιόπιστη απεικονιστική μέθοδος ανίχνευσης του καρκίνου του μαστού πριν ακόμα μια μάζα γίνει ψηλαφητή.
Οι συχνότεροι, βραδέως αναπτυσσόμενοι, καρκίνοι μπορούν να γίνουν αντιληπτοί με τη χρήση της μαστογραφίας, τουλάχιστον 2 έτη πριν το μέγεθος τους γίνει ψηλαφητό.
Οι αποτιτανώσεις αποτελούν τη συχνότερη ανιχνεύσιμη μαστογραφική αλλοίωση.
Το πιο συχνό εύρημα που σχετίζεται με καρκίνο του μαστού αποτελεί η ύπαρξη συρρέουσων πλειομορφικών μικροαποτιτανώσεων.
Οι ασθενείς με ύποπτη μάζα στο μαστό πρέπει να υποβάλλονται σε βιοψία παρά τα μαστογραφικά ευρήματα.
Συμπτώματα και σημεία
Το εμφανέστερο σύμπτωμα σε περίπου 70% των ασθενών με καρκίνο του μαστού είναι η ανεύρεση ενός μορφώματος (συνήθως ανώδυνου).
Λιγότερο συχνά συμπτώματα αποτελούν η μαστοδυνία, η έκκριση υγρού από τη θηλή, η εξέλκωση, εισολκή, μεγέθυνση και ο κνησμός της θηλής, η ερυθρότητα, η γενικευμένη σκληρία και η μεγέθυνση ή σμίκρυνση του μαστού.
Σπάνια μια μάζα στη μασχαλιαία κοιλότητα ή ένα οίδημα του άνω άκρου μπορούν να αποτελέσουν προεξέχοντα συμπτώματα.
Άλγος στην οσφύ ή στα οστά, απώλεια βάρους και ίκτερος εμφανίζονται συνήθως σε προχωρημένη μεταστατική νόσο, σπάνια δηλαδή εκδηλώνονται στα αρχικά στάδια της νόσου.
Διαγνωστικές δοκιμασίες
1. Βιοψία:
Η διάγνωση του καρκίνου του μαστού στηρίζεται αποκλειστικά στην εξέταση του ιστού ή των κυττάρων που αφαιρούνται κατά τη διάρκεια της βιοψίας.
2. Υπερηχογραφία:
Η υπερηχογραφία πραγματοποιείται κυρίως για την διαφορική διάγνωση ενός κυστικού από ενός συμπαγούς μορφώματος, δύναται ωστόσο να λάβει και εικόνες που παραπέμπουν σε κακοήθη νόσο.
3. Μαστογραφία:
Όταν εντοπισθεί μια ύποπτη αλλοίωση στη μαστογραφία και ο θεράποντας ιατρός δεν μπορεί να την ψηλαφήσει, θα πρέπει να πραγματοποιείται βιοψία υπό μαστογραφική καθοδήγηση.
4. Άλλες απεικονιστικές μέθοδοι:
Η αυτοματοποιημένη υπερηχογραφία του μαστού είναι χρήσιμη στην διάκριση μεταξύ των κυστικών και των συμπαγών αλλοιώσεων αλλά θα πρέπει να χρησιμοποιείται μόνο συμπληρωματικά, της κλινικής εξέτασης και της μαστογραφίας.
Η ενδοσκόπηση των πόρων μπορεί να είναι χρήσιμη στον εντοπισμό της βλάβης που προκαλεί το αιματηρό έκκριμα, ωστόσο δεδομένου ότι πάντα η ασθενής υποβάλλεται σε βιοψία, η ενδοσκόπηση μπορεί να παραλειφθεί και να πραγματοποιηθεί κατευθείαν η εξαίρεση της βλάβης.
5. Κυτταρολογία:
Η κυτταρολογική εξέταση του εκκρίματος της θηλής ή του κυστικού υγρού, μπορεί να φανεί χρήσιμη σε σπάνιες περιπτώσεις.
Κατά κανόνα, όταν το έκκριμα της θηλής ή το υγρό της κύστης είναι αιματηρό ή η κυτταρολογική του εξέταση είναι αμφιλεγόμενη, απαιτείται η διενέργεια μαστογραφικού ελέγχου (ή ενδοσκόπηση των πόρων) και βιοψίας.
Με τις ενδοπορικές πλύσεις διοχετεύεται ορός στους πόρους, παρασύροντας επιθηλιακά κύτταρα που αποστέλλονται για κυτταρολογική εξέταση.
Η τεχνική αυτή αποτελεί ένα χρήσιμο μέσο αξιολόγησης του κινδύνου αλλά από την άλλη πλευρά δεν θεωρείται υψηλής διαγνωστικής αξίας.
Μαριόλης Σαψάκος Θεόδωρος, Γενικός Χειρουργός
www.drmariolis.gr
www.y-o.gr