Ο ιός των κονδυλωμάτων είναι σήμερα η συχνότερη πάθηση στους σεξουαλικά ενεργητικούς νεαρούς ενήλικες.
Υπολογίζεται ότι ένα ποσοστό της τάξεως του 70-80% έχει έρθει σε επαφή με τον ιό των κονδυλωμάτων.
Ο ιός των κονδυλωμάτων αποτελεί τη μοναδική αιτία για τον καρκίνο του τραχήλου της μήτρας.
Εκτός από το παραπάνω, η εμφάνιση του ιού δημιουργεί προβλήματα μεταξύ των συντρόφων σχετικά με το ποιος μετέδωσε τον ιό στον άλλο και αν η μόλυνση υπήρχε ήδη ή εμφανίστηκε κατά τη διάρκεια μιας σεξουαλικής σχέσης.
Παρότι η μόλυνση από τον ιό των κονδυλωμάτων είναι πλέον κοινή, πολλοί δε γνωρίζουν πως μεταδίδεται ούτε πώς αντιμετωπίζεται.
Ορισμένοι βασικοί κανόνες που ακολουθούν εδώ, μπορούν να βελτιώσουν την πορεία και την αντιμετώπιση του ιού, όπως και την κατανόηση των ιδιαιτεροτήτων του.
Οποιαδήποτε σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις μπορεί να οδηγήσει σε μόλυνση.
Η απλή μόλυνση δεν οδηγεί άμεσα σε εμφάνιση των συμπτωμάτων.
Ο ένας σύντροφος μολύνει τον άλλο και τούμπαλιν και με αυτόν τον τρόπο αυξάνεται το ιικό φορτίο που προκαλεί τελικά την εμφάνιση των βλαβών.
Ο συνηθισμένος χρόνος από τη μόλυνση μέχρι την ανίχνευση του ιού των κονδυλωμάτων είναι από δύο μήνες έως δύο χρόνια.
Ο χρόνος εξαρτάται από τον βαθμό επιθετικότητας του ιού, την αντίσταση του οργανισμού και τη συχνότητα των σεξουαλικών επαφών.
Η αρχική διάγνωση γίνεται με το τεστ Παπ ή την εμφάνιση των κονδυλωμάτων.
Υποψία για την ύπαρξη των κονδυλωμάτων είναι οι συχνές υποτροπιάζουσες κολπίτιδες.
Η κολποσκόπηση που συνήθως ακολουθεί το τεστ Παπ θα πρέπει να συμφωνεί με τα ευρήματα του τεστ Παπ και να δείχνει το μέγεθος και την έκταση του προβλήματος.
Το ίδιο ισχύει και για τη βιοψία που σε ορισμένες περιπτώσεις χρειάζεται να γίνεται.
Η αντιμετώπιση των μικροβίων που προκαλούν τις κολπίτιδες θα πρέπει να γίνεται πριν την κολποσκόπηση, η οποία αν είναι αξιόπιστη συνήθως δεν απαιτεί και βιοψία του τραχήλου.
Αν οι βλάβες στον τράχηλο της μήτρας είναι ήπιες δε χρειάζεται να γίνεται χειρουργική επέμβαση, εκτός αν η ασθενής αρνείται να ακολουθήσει το πλάνο παρακολούθησης.
Η κρυοπηξία όχι μόνο δεν αντιμετωπίζει τις βλάβες του τραχήλου, αλλά μπορεί και να δυσχεράνει τη σωστή παρακολούθησή τους κρύβοντας τις βλάβες.
Η ταυτοποίηση του ιού δεν είναι τόσο χρήσιμη επειδή δε διαφοροποιεί τη μέθοδο της θεραπείας.
Αυτό ισχύει και για τον άλλο σύντροφο που γενικά θεωρείται φορέας του ιού, αν το ζευγάρι δε χρησιμοποιεί πάντα προφυλακτικός στις σεξουαλικές συνευρέσεις του.
Στις περισσότερες περιπτώσεις ο ιός υποχωρεί μετά από μερικούς μήνες με την προϋπόθεση ότι τηρούνται οι κανόνες αντιμετώπισης.
Η πορεία της θεραπείας επιβεβαιώνεται με ένα τεστ Παπ ανά τετράμηνο.
Τέλος, ακόμα και μετά τη θεραπεία ο ιός παραμένει στον οργανισμό για αρκετά χρόνια μετά, χωρίς όμως να προκαλεί βλάβες και χωρίς να μεταδίδεται.