Σύμφωνα με Έκθεση της Αμερικανικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, η θνησιμότητα που συνδέεται με τον καρκίνο μειώθηκε κατά 27% μέσα στα τελευταία 25 χρόνια.
Εάν όμως συγκριθεί με το σύνολο του 20ού αιώνα, ο συνολικός αριθμός των θανάτων καταγράφει άνοδο.
Το 1991, ο δείκτης ανερχόταν σε 215,1 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους και υποχώρησε τους 156 θανάτους ανά 100.000 κατοίκους το 2016.
Ο δείκτης θνησιμότητας μειώνεται σταθερά κατά 1,5% το χρόνο.
Όπως επισημαίνει η αμερικανική εφημερίδα The Wall Street Journal, η μείωση αυτή οφείλεται κυρίως στις προσπάθειες που έγιναν, προκειμένου να μειωθούν οι καπνιστές και στις προόδους που έχουν γίνει στη διάγνωση και τη θεραπεία του καρκίνου, στα πιο πρώιμα στάδια.
Οι ερευνητές εξηγούν πως εάν το ποσοστό θνησιμότητας παρέμενε στα επίπεδα του 1991, θα είχαν καταγραφεί περίπου 2,6 εκατ. θάνατοι.
Δυστυχώς όμως, οι ερευνητές προβλέπουν 1,7 εκατ. νέα κρούσματα και 600.000 θανάτους από καρκίνο το 2019.
Οι φυλετικές, εθνικές και κοινωνικές ομάδες παρουσιάζουν επίσης αποκλίσεις ως προς τους δείκτες θνησιμότητας από τον καρκίνο.
Οι άνθρωποι που ζουν στις φτωχότερες κομητείες των ΗΠΑ, έχουν πολύ υψηλότερες πιθανότητες να καπνίζουν και να είναι παχύσαρκοι.
Την περίοδο 2012-2016, ο δείκτης θνησιμότητας στις φτωχότερες περιοχές ήταν 2 φορές υψηλότερος σε περιπτώσεις καρκίνου του τραχήλου της μήτρας στις γυναίκες και 40% υψηλότερος σε κρούσματα καρκίνου του πνεύμονα και του ήπατος στις φτωχότερες κομητείες, σε σύγκριση με κομητείες που κατέγραφαν μεγαλύτερα εισοδήματα.
Η φτώχεια συνδέεται επίσης με πολύ χαμηλότερα επίπεδα συχνών ιατρικών εξετάσεων, γεγονός που συχνά οδηγεί στον εντοπισμό της ασθένειας σε προχωρημένο στάδιο, ενώ συνεπάγεται επίσης ότι υπάρχουν λιγότερες πιθανότητες να προσφερθεί στον ασθενή η καλύτερη και κατ επέκταση ακριβότερη θεραπεία.