Η αϋπνία, σύμφωνα με μία πρόσφατη έρευνα, απασχολεί 1 στους 3 ενήλικες.
Τα άτομα που υποφέρουν από διαταραχές ύπνου συνήθως προσπαθούν να βρουν ανακούφιση μέσω της αυτοθεραπείας, αναζητώντας λύσεις και συμβουλές από διάφορους ειδικούς.
Αϋπνία είναι η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο νιώθει ότι η διάρκεια ή και η ποιότητα του ύπνου δεν είναι ικανοποιητικά.
Η αϋπνία χαρακτηρίζεται από:
– Δυσκολία στην έλευση του ύπνου,
– Συχνές αφυπνίσεις κατά τη διάρκεια της νύχτας με δυσκολία να επέλθει ξανά ο ύπνος,
– Πολύ πρωινή αφύπνιση και
– Κακής ποιότητας ύπνο που δεν ξεκουράζει τον οργανισμό.
Η έλλειψη ύπνου έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση κόπωσης και υπνηλίας κατά τη διάρκεια της ημέρας, γεγονός που μειώνει την απόδοση στην εργασία και δυσκολεύει την ανταπόκριση στις καθημερινές δραστηριότητες.
Οι διαταραχές του ύπνου, όμως, μπορεί να έχουν αρνητική επίδραση και στην υγεία του ατόμου αφού ο ύπνος διαδραματίζει σημαντικό ρόλο:
– Στην παγίωση της μνήμης,
– Στη βελτίωση της μάθησης και της σκέψης,
– Στη σωστή λειτουργία του νευρικού και ανοσοποιητικού συστήματος,
– Στη διατήρηση της ισορροπίας των ορμονών που επηρεάζουν το αίσθημα της πείνας,
– Στην επιδιόρθωση των βλαβών στους ιστούς, συμβάλλοντας στην καλύτερη λειτουργία των οργάνων του σώματος, όπως τα αγγεία και η καρδιά, καθώς και στην αντιγήρανση.
Αιτίες
O σύγχρονος τρόπος ζωής, οι γρήγοροι ρυθμοί, η έλλειψη χαλάρωσης και το στρες, αποτελούν βασικές αιτίες που όλο και περισσότεροι άνθρωποι δεν μπορούν να απολαύσουν τον ύπνο που απαιτείται για την αναζωογόνησή τους.
Η αϋπνία, όμως, μπορεί να σχετίζεται με αιτίες που διαταράσσουν τον κιρκάδιο ρυθμό, με ασθένειες ή να αποτελεί παρενέργεια κάποιων φαρμακευτικών σκευασμάτων.
Από τη μέση ηλικία, τόσο σε άνδρες όσο και σε γυναίκες, παρατηρείται αυξημένη συχνότητα διαταραχών του ύπνου η οποία επιδεινώνεται με την αύξηση της ηλικίας.
Επιπλέον, περίπου το 50% των ηλικιωμένων εμφανίζουν διαταραχές ύπνου, ενώ πολύ συχνά δεν είναι καθόλου ευχαριστημένοι από την ποιότητα του ύπνου τους.
Αυτό συμβαίνει γιατί τα επίπεδα της μελατονίνης, η οποία αποτελεί τον ενδογενή φυσιολογικό ρυθμιστή του ύπνου, μειώνονται σημαντικά με την πρόοδο της ηλικίας.
Αλλαγές στο πρόγραμμα του ύπνου
Υπάρχουν επίσης και άτομα που λόγω επιθυμητού ή επιβεβλημένου προγράμματος καθυστερούν να κοιμηθούν.
Συνήθως αυτό συμβαίνει σε άτομα που δουλεύουν σε βάρδιες, αλλά μπορεί να εμφανιστεί και σε εφήβους ή νεαρούς ενήλικες που λόγω νυχτερινής μελέτης μαθημάτων ή νυχτερινής διασκέδασης καθυστερούν να κοιμηθούν.
Όταν αυτή η συνήθεια επαναλαμβάνεται έχει ως αποτέλεσμα την αποδιοργάνωση του ρυθμού ύπνου – εγρήγορσης, με συμπτώματα αϋπνίας, υπνηλίας ή/και τα δύο.
Η κατάσταση αυτή μπορεί να έχει αρνητική επίδραση σε ψυχικό, σωματικό ή μαθησιακό επίπεδο.
Σε αυτές τις περιπτώσεις, ο σωστός ρυθμός ύπνου – εγρήγορσης επιτυγχάνεται με αλλαγές στο πρόγραμμα του ύπνου (διατήρηση σταθερού προγράμματος).
Αϋπνία… Γένους Θηλυκού
Η αϋπνία είναι συχνότερη σε γυναίκες γιατί το βιολογικό τους ρολόι λειτουργεί με ταχύτερους ρυθμούς από εκείνο των ανδρών, όπως διατυπώθηκε σε σχετική μελέτη στο περιοδικό «Proceedings of the National Academy of Science».
Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με ένα έντονο καθημερινό πρόγραμμα ή στρες μπορεί να επιφέρει ή να ενισχύσει τις διαταραχές του ύπνου.
Στις περιπτώσεις αυτές, η μελατονίνη βοηθά στη μείωση της αναμονής για την επίτευξη του ύπνου, ενώ οι ουσίες φυτικής προέλευσης, όπως η βαλεριάνα, συμβάλλουν στη μείωση των καταστάσεων έντασης και ταραχής, ευνοώντας τον γαλήνιο ύπνο.
Jet lag μετά από ταξίδι
Όταν ένα άτομο ταξιδεύει με αεροπλάνο προς διαφορετικές χρονικές ζώνες, ο ρυθμός ύπνου – εγρήγορσης προσαρμόζεται σταδιακά.
Έχει υπολογισθεί ότι ο οργανισμός χρειάζεται περίπου μία ημέρα για κάθε ώρα αλλαγής.
Σε αυτές τις περιπτώσεις η μελατονίνη είναι ιδιαίτερα χρήσιμη γιατί αποδεδειγμένα ρυθμίζει το βιολογικό ρολόι, επιταχύνοντας την επέλευση του ύπνου.
Αϋπνία μετά από φαρμακευτική αγωγή
Σε ορισμένες περιπτώσεις η αϋπνία είναι ανεπιθύμητη ενέργεια μίας φαρμακευτικής αγωγής.
Φάρμακα που μπορούν να προκαλέσουν αϋπνίες είναι ορισμένοι β-αναστολείς, ανταγωνιστές ασβεστίου, κορτικοειδή, αντιπαρκινσονικά κ.ά.
Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να σταματήσει η θεραπεία ή να χορηγηθεί οποιοδήποτε σκεύασμα χωρίς τη συμβουλή του γιατρού.