Το πρόβλημα της οστεοπόρωσης αφορά περισσότερο τις αναπτυγμένες χώρες, οδηγεί σε αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα κυρίως στην τρίτη ηλικία.
Η οστεοπόρωση χαρακτηρίζεται από προοδευτική μείωση της οστικής μάζας, η οποία οδηγεί σε μείωση της οστικής αντοχής με τελικό αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται εύθραυστα και επιρρεπή σε αυτόματα ή προκλητά κατάγματα.
Τα οστά αποτελούνται από τα οστικά κύτταρα (οστεοκλάστες, οστεοβλάστες και οστεοκύτταρα) και από μια μαλακή πρωτεΐνη, το κολλαγόνο στο οποίο εναποτίθενται άλατα φωσφορικού ασβεστίου που του προσδίδουν σκληρότητα και αντοχή.
Τα οστά είναι ένας ζωντανός ιστός που επιτελεί σπουδαίες λειτουργίες και συνεχώς ανανεώνεται.
Η ανανέωση αυτή επιτυγχάνεται χάρις σε δυο οστικές διεργασίες που φυσιολογικά βρίσκονται σε απόλυτη ισορροπία, την οστεοαπορρόφηση / οστεοαραίωση και την οστεοβλαστική αντίδραση.
Η πρώτη εξυπηρετείται από ειδικά κύτταρα, τους οστεοκλάστες που «τρώνε» το οστούν και η δεύτερη από τους οστεοβλάστες που «ξαναφτιάχνουν» το οστούν που φαγώθηκε.
Η διαταραχή της ισορροπίας των δύο ως άνω διεργασιών οδηγεί στην οστεοπόρωση.
Στην παιδική και εφηβική ηλικία υπερτερεί η οστεοβλαστική διεργασία με αποτέλεσμα τα οστά να γίνονται ολοένα μεγαλύτερα, βαρύτερα και πυκνότερα.
Αυτό συνεχίζεται μέχρι την ηλικία των 25 περίπου ετών για τις γυναίκες και τότε επιτυγχάνεται αυτό που ορίζουμε σαν «κορυφαία οστική μάζα».
Όσο μεγαλύτερη κορυφαία οστική μάζα αποκτήσει κανείς, τόσο λιγότερος ο κίνδυνος για την εμφάνιση της οστεοπόρωσης αργότερα.
Η σωματική άσκηση και η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου οδηγούν σε αυξημένη κορυφαία οστική μάζα.
Στη συνέχεια της ζωής, η οστική μάζα μένει σταθερή μέχρι την ηλικία που η γυναίκα θα εμφανίσει εμμηνόπαυση.
Η ηλικία της εμμηνόπαυσης είναι ανάμεσα στα 45 και στα 55 χρόνια.
Μετά την εμμηνόπαυση οι γυναίκες εμφανίζουν μια προοδευτική μείωση της οστικής τους μάζας που είναι περισσότερο έντονη τα πέντε πρώτα μετεμμηνοπαυσιακά χρόνια.
Η μείωση αυτή συνεχίζεται σε όλη την υπόλοιπη διάρκεια της ζωής της γυναίκας, με βραδύτερο όμως ρυθμό.
Αυτό συμβαίνει εξ΄αιτίας της ένδειας των οιστρογόνων που συνεπάγεται η εμμηνόπαυση.
Έτσι αίρεται η προασπιστική δράση που ασκούσαν τα οιστρογόνα στον σκελετό σε όλη τη διάρκεια της «γόνιμης» ζωής της γυναίκας.
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης γίνεται σήμερα με την άμεση μέτρηση της οστικής πυκνότητας με ειδικά μηχανήματα, αλλά και με την εκτίμηση των δεικτών του οστικού μεταβολισμού στο αίμα και στα ούρα.
Οι γυναίκες που έχουν αυξημένο κίνδυνο για οστεοπόρωση, είναι αναγκαίο να ελέγχονται έγκαιρα μετά την εμμηνόπαυση.
Η πρόληψη της οστεοπόρωσης διακρίνεται σε πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή:
Για τη πρωτογενή πρόληψη επιβάλλεται η επαρκής πρόσληψη ασβεστίου, η μυϊκή άσκηση και η καλή ορμονική λειτουργία κατά την εφηβεία.
Για τη δευτερογενή πρόληψη απαιτείται η έγκαιρη θεραπεία με οιστρογόνα στις γυναίκες με πρώιμη εμμηνόπαυση, η διόρθωση των κακών υγιεινοδιαιτητικών συνηθειών και η έγκαιρη έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής που θα επιλεγεί.
Η τριτογενής πρόληψη αφορά την τρίτη ηλικία και συνίσταται στην αποφυγή των πτώσεων (οι οποίες αυξάνουν τον κίνδυνο κατάγματος), στην αντιμετώπιση της δυσαπορρόφησης του ασβεστίου από το έντερο (με τη χορήγηση ασβεστίου και βιταμίνης D) και στη χορήγηση αναλγητικής αγωγής που στοχεύει στην αποφυγή της ακινητοποίησης και του κλινοστατισμού.
Για τη θεραπεία της οστεοπόρωσης χορηγούνται διάφορα φάρμακα, ασβέστιο, βιταμίνη D και άλλα.