Πολλοί έχουν αναρωτηθεί για το εάν υπάρχει σχέση ανάμεσα στο έντονο στρες, την παχυσαρκία και τη διατροφή.
Σήμερα υπάρχει έντονη ερευνητική δραστηριότητα για την εύρεση αυτής της απάντησης.
Πολλά άτομα αυξάνουν τη διατροφική τους πρόσληψη, ακόμα και όταν δε νιώθουν το αίσθημα της πείνας, όταν βρίσκονται κάτω από συνθήκες έντονου στρες.
Τροφές πλούσιες σε λίπος, όπως τα γλυκά, οι σοκολάτες, τα παγωτά, τα τσιπς κ.α. είναι οι πιο συχνές επιλογές.
Η υπερκατανάλωση τέτοιων τροφών όμως μπορεί να οδηγήσει σε παχυσαρκία, αντίσταση στην ινσουλίνη, κατάθλιψη και ακόμα περισσότερο στρες.
Τι προκαλεί όμως αυτό το φαινόμενο;
Το μόνο που γνωρίζουμε όλοι μας είναι ότι η παχυσαρκία και το στρες αποτελούν μάστιγες της εποχής μας.
Η συχνότητα της παχυσαρκίας λαμβάνει επιδημικές διαστάσεις παγκοσμίως, κυρίως εξαιτίας της επικράτησης του καθιστικού τρόπου ζωής και της διατροφής με τρόφιμα υψηλής περιεκτικότητας σε λίπος και θερμίδες.
Με βάση το δείκτη μάζας σώματος το 40% των Ελλήνων (αντρών και γυναικών) είναι υπέρβαροι, ενώ το 20% των αντρών και το 52% των γυναικών ηλικίας 30-60 ετών είναι παχύσαρκοι.
Οι επιπλοκές της παχυσαρκίας αποτελούν σημαντική αιτία νοσηρότητας και θνησιμότητας του πληθυσμού, ενώ το οικονομικό φορτίο της θεραπείας τους για την κοινωνία είναι τεράστιο.
Τα τελευταία χρόνια, καλά σχεδιασμένες μελέτες έχουν υποδείξει ότι η παχυσαρκία αποτελεί ένα σημαντικό παράγοντα κινδύνου για πολλές παθήσεις, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης (ΣΔ) τύπου 2.
Υπάρχουν δυο είδη παχυσαρκίας, η κεντρική και η περιφερική.
Η κεντρική παχυσαρκία χαρακτηρίζεται από αυξημένο ενδοκοιλιακό λίπος, ενώ η περιφερική από αυξημένο λίπος κυρίως στην περιοχή των γλουτών.
Η σημαντική διαφορά αυτών των δυο ειδών έγκειται στην κατανομή του σωματικού λίπους.
Το αυξημένο ενδοκοιλιακό λίπος είναι ένας σημαντικός και ανεξάρτητος από την ολική παχυσαρκία, παράγοντας κινδύνου για την εμφάνιση υπερλιπιδαιμίας, υπέρτασης, καρδιαγγειακών νοσημάτων, εγκεφαλικού επεισοδίου και σακχαρώδους διαβήτη.
Πρόσφατες μελέτες έχουν αναγνωρίσει έναν επιπρόσθετο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση της παχυσαρκίας, κυρίως της κεντρικής παχυσαρκίας, το στρες.
Είναι γνωστό σε όλους ότι το έντονο στρες βλάπτει την υγεία.
Το στρες ορίζεται ως μια δυσάρεστη κατάσταση φόβου ή έντασης που προετοιμάζει τον οργανισμό για φυγή από οτιδήποτε τον «τρομάζει».
Όταν ο εγκέφαλος αντιληφθεί την παρουσία του στρες στέλνει σήματα στα επινεφρίδια του σώματος, τα οποία απελευθερώνουν μια σειρά ορμονών του στρες, όπως η κορτιζόλη.
Ενώ κατά τη διάρκεια ενός οξέος επεισοδίου στρες οι αυξημένες ορμόνες του στρες αλληλεπιδρούν με τους υποδοχείς του εγκεφάλου και σταματούν το σύστημα, στην περίπτωση του χρόνιου ή έντονου στρες, οι ορμόνες του στρες είναι διαρκώς αυξημένες και εκπέμπουν ακόμη περισσότερα σήματα προς τα επινεφρίδια.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα την απελευθέρωση ακόμη περισσότερων ορμονών του στρες.
Η υπερδιέγερση του συστήματος καταλήγει σε ένα φαύλο κύκλο με όλες τις αρνητικές συνέπειές του.
Αποτελέσματα πολλών μελετών έχουν υποδείξει ότι υπάρχει στενή σχέση ανάμεσα στο χρόνιο στρες, την παχυσαρκία και το ενδοκοιλιακό λίπος.
Μάλιστα σύμφωνα με επιδημιολογικές μελέτες, η κοιλιακή παχυσαρκία συσχετίζεται με έντονες ψυχολογικές καταστάσεις, όπως η κατάθλιψη και το άγχος, και με κοινωνικές δυσκολίες, όπως η ανεργία και το διαζύγιο.
Το φαινόμενο αυτό εξηγείται από το γεγονός ότι η εκκρινόμενη λόγω του στρες κορτιζόλη τροφοδοτεί την εναπόθεση λίπους στην κοιλιά, αυξάνοντας το μέγεθος των λιποκυττάρων.
Δρ. Αιμιλία Παπακωνσταντίνου, Κλινική Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Λέκτορας Διατροφής και Μεταβολισμού, Τμήμα Επιστήμης Τροφίμων και Διατροφής του Ανθρώπου, Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Γενική Γραμματέας Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας.
www.y-o.gr