Ένα άτομο έχει κατακράτηση ούρων όταν δεν μπορεί να ουρήσει παρά το γεγονός ότι η κύστη του είναι πλήρης.
Κάτι τέτοιο μπορεί να συμβεί σε οποιαδήποτε ηλικία, αλλά εμφανίζεται συχνότερα σε άτομα άνω των 60 ετών και κυρίως άντρες.
Πρόκειται για μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης και γι’ αυτό χρειάζεται προσοχή.
Η κατακράτηση ούρων μπορεί να προκύψει για διάφορους λόγους και συνήθως λόγω αποφρακτικών καταστάσεων, αλλά μπορεί να προκληθεί και από λοιμώξεις, φλεγμονές, νευρολογικά προβλήματα ή λήψη συγκεκριμένων φαρμάκων.
Η κατακράτηση ούρων είναι η συχνότερη ουρολογική κατάσταση έκτακτης ανάγκης που συναντάται στα νοσοκομεία.
Μπορεί να ξεπεραστεί προσωρινά με τη χρήση καθετήρα που διευκολύνει την εκκένωση της ουροδόχου κύστης.
Η κατακράτηση ούρων θα πρέπει διαφοροποιείται από την ανουρία, δηλαδή την πλήρη απουσία παραγωγής ούρων.
Όταν υπάρχει κατακράτηση ούρων υπάρχει παραγωγή ούρων, απλώς τα ούρα δεν μπορούν να αποβληθούν και συσσωρεύονται στην ουροδόχο κύστη.
Αιτίες
Οι αιτίες που προκαλούν κατακράτηση ούρων χωρίζονται σε αποφρακτικές, μολυσματικές και φλεγμονώδεις, νευρολογικές και φαρμακολογικές.
Η αποφρακτική κατακράτηση συμβαίνει όταν υπάρχει ένα ανατομικό πρόβλημα που εμποδίζει τη διέλευση των ούρων.
Συνήθως οφείλεται σε διεύρυνση του προστάτη ή σε καλοήθη υπερπλασία του προστάτη, στην περίπτωση των αντρών.
Οι μολύνσεις και οι φλεγμονές στους άντρες σχετίζονται με καταστάσεις όπως οξεία προστατίτιδα, ουρηθρίτιδα, σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα και έρπης των γεννητικών οργάνων.
Στις γυναίκες η κατακράτηση ούρων πιθανόν να οφείλεται σε κάποια γυναικολογική πάθηση.
Η νευρολογική κατακράτηση οφείλεται σε βλάβες στο αυτόνομο περιφερικό νεύρο, στον εγκέφαλο ή στον νωτιαίο μυελό και μπορεί να επηρεάσει και τα δύο φύλα.
Τέλος, η φαρμακολογική κατακράτηση αποτελεί παρενέργεια ορισμένων φαρμάκων.
Συμπτώματα και διάγνωση
Το κύριο σύμπτωμα της κατακράτησης ούρων είναι η δυσκολία στην ούρηση.
Μπορεί να πρόκειται για αδύναμη ροή ούρων, για μικρές διαρροές κατά τη διάρκεια της ημέρας, να υπάρχει αυξημένη κοιλιακή πίεση, καταπόνηση για ούρηση, συχνή ούρηση και η επιθυμία το άτομο να επισκεφθεί την τουαλέτα τη νύχτα.
Η κατακράτηση συνήθως δεν είναι συνολική, αλλά υπάρχει δυσκολία στην πλήρη εκκένωση της ουροδόχου κύστης.
Έτσι η ουροδόχος κύστη ενός ατόμου που δεν μπορεί να ουρήσει σύντομα εμφανίζει φλεγμονή και προκαλεί έντονο πόνο.
Επιπλέον, τα παγιδευμένα ούρα αποτελούν καλό έδαφος αναπαραγωγής βακτηρίων και είναι παράγοντας κινδύνου για λοιμώξεις του ουροποιητικού συστήματος.
Το ακίνητο υγρό ευνοεί τον πολλαπλασιασμό μικροοργανισμών που προκαλούν λοίμωξη.
Μια εξέταση μπορεί να καθορίσει πόσα ούρα παραμένουν μέσα στην κύστη μετά την ούρηση, αν η κατακράτηση είναι μερική.
Για να διαπιστωθεί, ο γιατρός θα πρέπει να κάνει υπερηχογράφημα ουροδόχου κύστης ή να τοποθετήσει σε αυτήν έναν καθετήρα.
Αντιμετώπιση
Η αντιμετώπιση της κατακράτησης ούρων γίνεται με άμεση εισαγωγή ενός καθετήρα ούρων για να απομακρυνθούν τα κατακρατημένα ούρα.
Υπάρχουν δύο τύποι καθετηριασμού, ο διαλείπων και ο μόνιμος.
Στον πρώτο, ένας καθετήρας εισάγεται και αφαιρείται και το άτομο μπορεί να εκπαιδευτεί στη χρήση του, αν η διαταραχή επαναλαμβάνεται συχνά.
Στη δεύτερη περίπτωση, ο καθετήρας πρέπει να παραμείνει στη θέση του για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα.
Τέλος, ο γιατρός θα προσπαθήσει να βρει την αιτία της κατακράτησης ούρων.