Με διαφορετικούς τρόπους η «μεγάλη» και η «μικρή» αρτηριακή πίεση, αυξάνουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο.
Σύμφωνα με μελέτη από το Ινστιτούτο Ερευνών Υγείας Farr του Λονδίνου και του Τμήματος Επιδημιολογίας & Δημόσιας Υγείας του University College του Λονδίνου, η αυξημένη συστολική («μεγάλη») και η αυξημένη διαστολική («μικρή») αρτηριακή πίεση έχουν διαφορετικές καρδιαγγειακές επιπτώσεις, ανάλογα και με την ηλικία του ασθενούς.
Δεν κινδυνεύουν όλοι με τον ίδιο τρόπο από την υπέρταση, μία πάθηση που συμβάλλει σε περίπου 9,4 εκατ. θανάτους παγκοσμίως κάθε χρόνο.
Είναι η πρώτη μελέτη που συσχετίζει τις συνέπειες της αρτηριακής πίεσης με 12 διαφορετικές καρδιαγγειακές παθήσεις, σε διάφορες ηλικιακές ομάδες.
Οι επιστήμονες ανέλυσαν στατιστικά στοιχεία για 1,25 εκατ. άτομα.
Τα 1,25 εκατ. άτομα ήταν ηλικίας άνω των 30 ετών και παρακολουθήθηκαν κατά μέσο όρο επί μία πενταετία.
Από αυτά τα άτομα, το ένα πέμπτο περίπου έπαιρναν φάρμακα για τη μείωση της υπέρτασης.
Σε οποιαδήποτε ηλικιακή ομάδα, τον μικρότερο κίνδυνο καρδιαγγειακής πάθησης είχαν άτομα με συστολική πίεση 9 έως 11,4 και διαστολική 6 έως 7.
Η έρευνα αποκαλύπτει ότι τα άτομα με την υψηλότερη συστολική πίεση (ο μεγαλύτερος αριθμός στις μετρήσεις της πίεσης) κινδυνεύουν περισσότερο από αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο, καθώς και από σταθερή στηθάγχη.
Τα άτομα με συστηματικά υψηλότερη διαστολική πίεση (η μικρότερη μέτρηση) κινδυνεύουν πιο πολύ από ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής της καρδιάς.
Τα ευρήματα όμως δεν επιβεβαιώνουν την πεποίθηση ότι τόσο η συστολική, όσο και η διαστολική πίεση έχουν παρόμοιες επιπτώσεις για όλες τις καρδιαγγειακές παθήσεις και σε όλες τις ηλικίες.
Η έρευνα δείχνει ότι, παρά τις προόδους της φαρμακευτικής θεραπείας, το πρόβλημα με την υπέρταση παραμένει σοβαρό.
Ένα άτομο με υπέρταση (συστολική πίεση άνω του 14 και διαστολική άνω του 9) έχει κίνδυνο 63% να εμφανίσει κάποια καρδιαγγειακή πάθηση στη ζωή του.