Στην εποχή μας παρατηρούμε και μαθαίνουμε όλο και συχνότερα πως φίλοι ή γνωστοί διαγιγνώσκονται με ασθένειες που μέχρι πρόσφατα θεωρούσαμε «νόσους της τρίτης ηλικίας»: υπέρταση, διαβήτη τύπου 2 ή –ίσως τη λέξη που όλοι φοβόμαστε να προφέρουμε– καρκίνο.
Οι millennials, όσοι δηλαδή γεννήθηκαν μεταξύ 1981 και 1995, είναι η πρώτη γενιά που αντιμετωπίζει μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης όγκων σε σχέση με τους γονείς της. Μεταξύ 1990 και 2019, τα περιστατικά καρκίνου πρώιμης έναρξης (κάτω των 50 ετών) αυξήθηκαν παγκοσμίως κατά 79%, ενώ η θνησιμότητα αυξήθηκε κατά 28%.

Η αλήθεια είναι ότι περίπου το 80% των καρκίνων είναι «σποραδικοί», δηλαδή δεν προκαλούνται από κληρονομικές μεταλλάξεις αλλά από εξωτερικούς παράγοντες που, με την πάροδο του χρόνου, προκαλούν βλάβες στο DNA. Σε αυτούς περιλαμβάνονται όσα τρώμε και αναπνέουμε, αλλά και το επίπεδο σωματικής άσκησης, ξεκούρασης, άγχους και η έκθεσή μας σε επιβλαβείς ουσίες.
Με άλλα λόγια, τον μεγαλύτερο ρόλο δεν παίζουν τα γονίδιά μας, αλλά ο τρόπος ζωής που μας περιβάλλει καθημερινά. Και είναι σαφές ότι ο τρόπος ζωής των γονιών και των παππούδων μας διέφερε ριζικά από τον δικό μας.
Η επίδραση της διατροφής στο σώμα
Ένας από τους βασικούς παράγοντες πίσω από αυτή τη «νέα επιδημία» είναι η διατροφή. Η παιδική παχυσαρκία άρχισε να αυξάνεται δραματικά τη δεκαετία του 1980. Το 2022, περισσότερα από 390 εκατομμύρια παιδιά και έφηβοι ηλικίας 5 έως 19 ετών ήταν υπέρβαροι παγκοσμίως, ενώ 160 εκατομμύρια από αυτούς ήταν παχύσαρκοι, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Η παχυσαρκία δεν είναι απλώς ζήτημα εμφάνισης. Συνδέεται με αντίσταση στην ινσουλίνη, χρόνια φλεγμονή χαμηλού βαθμού και ορμονικές μεταβολές που αυξάνουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου, του μαστού ή του ενδομητρίου.
Το σημαντικότερο είναι ότι οι επιπτώσεις της παιδικής παχυσαρκίας δεν εξαφανίζονται με την ηλικία. Σύμφωνα με το Colon Cancer Foundation, μετα-ανάλυση που περιέλαβε περισσότερα από 4,7 εκατομμύρια άτομα έδειξε ότι όσοι είχαν αυξημένο δείκτη μάζας σώματος (BMI) σε νεαρή ηλικία αντιμετωπίζουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου στην ενήλικη ζωή: κατά 39% υψηλότερο στους άνδρες και 19% υψηλότερο στις γυναίκες, σε σύγκριση με όσους είχαν φυσιολογικό BMI στην παιδική ηλικία.
Οι αλλαγές στη διατροφή έχουν επίσης αλλοιώσει το εντερικό μας μικροβίωμα. Έχει αποδειχθεί ότι δίαιτες πλούσιες σε υπερεπεξεργασμένα τρόφιμα μειώνουν τη βακτηριακή ποικιλότητα και αυξάνουν τα στελέχη που παράγουν προφλεγμονώδεις μεταβολίτες.
Αυτό συμβάλλει στην εμφάνιση γαστρεντερικών διαταραχών, όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου ή το SIBO, καταστάσεις που μοιάζουν σχεδόν «ενδημικές» στους millennials. Ρώτησε μια παρέα τριαντάρηδων πόσοι αντιμετωπίζουν προβλήματα με το στομάχι ή το έντερο και θα δεις ελάχιστα χέρια να μένουν κάτω.
Το αόρατο αποτύπωμα του αλκοόλ
Ο δεύτερος μεγάλος «ένοχος» είναι το αλκοόλ. Οι κοινωνικές συναναστροφές των millennials συχνά περιστρέφονται γύρω από τραπέζια γεμάτα φαγητό και ποτό. Για χρόνια επικρατούσε η άποψη ότι ένα ποτήρι κρασί μπορούσε να έχει προστατευτική δράση. Σήμερα, όμως, γνωρίζουμε ότι δεν υπάρχει ασφαλές επίπεδο κατανάλωσης αλκοόλ.
Ο Διεθνής Οργανισμός Έρευνας για τον Καρκίνο κατατάσσει το αλκοόλ στην Ομάδα 1 των καρκινογόνων, στο ίδιο επίπεδο με τον καπνό. Ο λόγος είναι ότι ο οργανισμός μετατρέπει την αιθανόλη σε ακεταλδεΰδη, μια ουσία που προκαλεί βλάβες στο DNA.
Παράλληλα, τα πρότυπα κατανάλωσης διαφέρουν ανά γενιά. Οι baby boomers (γεννημένοι μεταξύ 1946 και 1964) τείνουν να πίνουν πιο συχνά σε καθημερινή βάση, ενώ οι millennials καταναλώνουν αλκοόλ λιγότερο συχνά, αλλά επιδίδονται περισσότερο σε επεισόδια υπερβολικής κατανάλωσης (binge drinking), τα οποία ενέχουν σοβαρούς κινδύνους. Αυτό επιβεβαιώνεται και από την έρευνα EDADES 2024 του ισπανικού υπουργείου Υγείας.
Σαν να μην έφτανε αυτό, πρόσφατη μελέτη που δημοσιεύτηκε στο Environmental Science & Technology έδειξε ότι πολλές μπίρες περιέχουν υπερφθοριωμένες αλκυλιωμένες ουσίες (PFAS), γνωστές και ως «αιώνιες χημικές ουσίες», οι οποίες συνδέονται με αυξημένα ποσοστά καρκίνου των όρχεων και των νεφρών.
Λιγότερος και χειρότερος ύπνος
Κοιμόμαστε λιγότερο και χειρότερα από τις προηγούμενες γενιές. Πρόσφατες έρευνες δείχνουν ότι οι millennials και η Generation Z κοιμούνται κατά μέσο όρο 30 έως 45 λεπτά λιγότερο κάθε βράδυ σε σύγκριση με τους baby boomers, κυρίως λόγω της νυχτερινής έκθεσης σε οθόνες και μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Το τεχνητό φως διαταράσσει την έκκριση της μελατονίνης, μιας ορμόνης με αντιοξειδωτική δράση που ρυθμίζει τον κυτταρικό κύκλο. Η χρόνια έλλειψη ύπνου όχι μόνο επηρεάζει την επιδιόρθωση του DNA, αλλά μειώνει και την προστατευτική δράση της μελατονίνης απέναντι στον καρκίνο.
Παράλληλα, η διαταραχή των κιρκάδιων ρυθμών επηρεάζει την έκφραση γονιδίων που είναι κρίσιμα για την επιδιόρθωση του DNA. Έτσι, οι μεταλλάξεις συσσωρεύονται με την πάροδο του χρόνου, αυξάνοντας τον κίνδυνο ανάπτυξης όγκων.
Το βάρος του χρόνιου στρες
Οι millennials είναι πιθανότατα η γενιά με τα υψηλότερα επίπεδα κορτιζόλης. Όταν αυτή η «ορμόνη του στρες» παραμένει αυξημένη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, δεν προκαλεί μόνο αντίσταση στην ινσουλίνη και υπέρταση, αλλά αποδυναμώνει και το ανοσοποιητικό σύστημα.
Έρευνες δείχνουν ότι το χρόνιο στρες αυξάνει τη φλεγμονή, εμποδίζει τις άμυνες του οργανισμού να εξουδετερώσουν ανώμαλα κύτταρα και μπορεί ακόμη και να «ξυπνήσει» αδρανή καρκινικά κύτταρα. Μελέτες στον γενικό πληθυσμό έχουν δείξει ότι άτομα με υψηλά επίπεδα στρες έχουν έως και διπλάσιο κίνδυνο να πεθάνουν από καρκίνο σε σύγκριση με όσους διαχειρίζονται καλύτερα το άγχος τους.
Οι κίνδυνοι της αυτοθεραπείας
Τέλος, οι νεότερες γενιές καταφεύγουν στην αυτοθεραπεία πιο συχνά από τις προηγούμενες, κάτι που ενέχει νέους βραχυπρόθεσμους και μακροπρόθεσμους κινδύνους.
Η συχνή χρήση παρακεταμόλης έχει συνδεθεί με αυξημένο κίνδυνο ηπατικής βλάβης και πιθανή αύξηση του κινδύνου καρκίνου του ήπατος. Τα από του στόματος αντισυλληπτικά, τα οποία χρησιμοποιούνται για μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα λόγω της καθυστέρησης της μητρότητας, αυξάνουν ελαφρώς τον κίνδυνο καρκίνου του μαστού και του τραχήλου της μήτρας, αν και προστατεύουν από τον καρκίνο των ωοθηκών και του ενδομητρίου.
Επιπλέον, η παρατεταμένη χρήση αντιόξινων και αντιβιοτικών έχει συσχετιστεί με αυξημένο κίνδυνο καρκίνων του πεπτικού, μέσω έμμεσων μηχανισμών όπως η δημιουργία καρκινογόνων ενώσεων ή η εντερική δυσβίωση, δηλαδή η διαταραχή της ισορροπίας του μικροβιώματος.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον για τους millennials;
Οι προβλέψεις είναι ανησυχητικές. Εκτιμάται ότι τα περιστατικά καρκίνου παγκοσμίως θα αυξηθούν από περίπου 20 εκατομμύρια το 2022 σε σχεδόν 35 εκατομμύρια το 2050 – μια συνολική αύξηση της τάξης του 77%. Η τάση αυτή είναι ιδιαίτερα έντονη στους καρκίνους του πεπτικού και στους γυναικολογικούς όγκους, οι οποίοι εμφανίζονται ολοένα και συχνότερα σε νεαρούς ενήλικες.
Είμαστε η γενιά της αμεσότητας, του άγχους και των «γρήγορων λύσεων». Ωστόσο, τίποτα δεν έχει χαθεί. Μπορούμε να αναλάβουμε τον έλεγχο πολλών από τους παράγοντες που μας αρρωσταίνουν, ξεκινώντας από σήμερα. Η υιοθέτηση πιο υγιεινών συνηθειών μπορεί να μειώσει τους κινδύνους και να βελτιώσει την ποιότητα ζωής μας σε ένα μέλλον που ίσως δεν είναι τόσο μακρινό όσο θα θέλαμε να πιστεύουμε.
Με πληροφορίες από το The Conversation
















