Ως υπερσεξουαλικότητα ορίζεται η κατάσταση κατά την οποία ένα άτομο έχει επαναλαμβανόμενες και έντονες σεξουαλικές φαντασιώσεις, ορμές και συμπεριφορές, οι οποίες εμφανίζονται συστηματικά και διαρκούν τουλάχιστον έξι μήνες.
Άλλοι όροι που χρησιμοποιούνται για την υπερσεξουαλικότητα είναι ο σεξουαλικός εθισμός, και η νυμφομανία.
Η υπερβολική ενασχόληση με οτιδήποτε έχει σχέση με τον σεξουαλικό τομέα συχνά επηρεάζει τη λειτουργικότητα του ατόμου σε καθημερινό επίπεδο σε τομείς όπως η οικογένεια, η επαγγελματική και η κοινωνική του ζωή.
Η ανάγκη αυτού του ατόμου για σεξ είναι πολύ έντονη και ενεργώντας με βάση αυτά τα ένστικτά του συχνά βγαίνει εκτός ελέγχου χωρίς να είναι σε θέση να εκτιμήσει το κόστος που μπορεί κάτι τέτοιο να έχει στη ζωή του.
Πιο συγκεκριμένα η καθημερινότητα ενός υπερσεξουαλικού ατόμου περιστρέφεται γύρω από την αναζήτηση σεξουαλικών δραστηριοτήτων και ευχαριστήσεων που συνοδεύεται με ναρκισσιστικές τάσεις και συμπεριφορές σε υπέρμετρο βαθμό.
Η αναζήτηση αυτή χαρακτηρίζεται ως παρορμητική και καταναγκαστική και όταν το άτομο δεν καταφέρνει να πάρει την ευχαρίστηση που επιθυμεί, γίνεται επιθετικό, παρουσιάζει έντονη δυσφορία και συμπτώματα στέρησης, παρόμοια με αυτά που έχουν τα άτομα που έχουν άλλου είδους εξαρτήσεις, όπως το αλκοόλ, οι τοξικές ουσίες, ο τζόγος και άλλες.
Η υπερσεξουαλικότητα είναι μια κατάσταση που παρατηρείται στο 3-6% του γενικού πληθυσμού.
Εμφανίζεται συχνότερα σε άντρες και μάλιστα σε διπλάσιο ποσοστό συγκριτικά με τις γυναίκες, είτε σε ομοφυλόφιλους είτε σε αμφιφυλόφιλους.
Η υπερσεξουαλικότητα δεν είναι αναγνωρισμένη ως πάθηση ή σύνδρομο και δεν είναι ομόφωνα αποδεκτή ως κατάσταση.
Η επιστημονική κοινότητα υποστηρίζει πως μπορεί να ανήκει στο φάσμα της ψυχαναγκαστικής/καταναγκαστικής διαταραχής, δηλαδή το άτομο που πάσχει από αυτήν να διακατέχεται από μια σεξουαλικά καταναγκαστική συμπεριφορά.
Οι μορφές με τις οποίες συναντάται κλινικά η υπερσεξουαλικότητα είναι ο καταναγκαστικός αυνανισμός, οι σεξουαλικές συνευρέσεις με άλλους ενήλικες, οι εξαρτήσεις από πορνογραφικό υλικό, το τηλεφωνικό σεξ και το σεξ μέσω διαδικτύου, οι συχνές επισκέψεις σε οίκους ανοχής και αντίστοιχα κέντρα διασκέδασης.
Οι αιτίες στις οποίες οφείλεται αυτός ο σεξουαλικός εθισμός δεν είναι ακόμη ξεκάθαρες.
Τραυματικές εμπειρίες της παιδικής και εφηβικής ηλικίας, δυσλειτουργικές σχέσεις με τους γονείς, διαταραχές του νευροβιολογικού συστήματος ή κάποια εγκεφαλική παθολογία είναι οι επικρατέστεροι λόγοι που μπορεί να προκαλέσουν την υπερσεξουαλικότητα.
Η υπερσεξουαλικότητα εμφανίζεται και ως σύμπτωμα της διπολικής συναισθηματικής διαταραχής κατά τη μανιακή της φάση που περιλαμβάνει τη σεξομανία και γενικά φαίνεται να εμπλέκεται με διαταραχές της προσωπικότητας.
Σχετικά με τη θεραπεία της υπερσεξουαλικότητας, όλες περιλαμβάνουν ορισμένα είδη ψυχοθεραπείας με στόχο την απεξάρτηση, φαρμακευτική αγωγή ή συνδυασμό των δύο.