Η φαρυγγίτιδα και η λαρυγγίτιδα είναι δύο φλεγμονές του λαιμού που οι περισσότεροι άνθρωποι αντιμετωπίζουν ίσως και δύο με τρεις φορές τον χρόνο.
Δεν είναι απίθανο οι φλεγμονές αυτές να εμφανιστούν και τους καλοκαιρινούς μήνες.
Τα κυρίαρχα συμπτώματά τους είναι η απώλεια της φωνής, το γαργαλητό στον λαιμό ή η αίσθηση ότι ο λαιμός κλείνει και ο πόνος κατά τη διάρκεια της κατάποσης.
Φαρυγγίτιδα
Όταν ο πόνος εντοπίζεται στο πίσω μέρος του λαιμού και υπάρχει βραχνάδα σε συνδυασμό με πυρετό και βήχα, το πιθανότερο είναι ότι πρόκειται για ιογενή φαρυγγίτιδα.
Τα συμπτώματα της φαρυγγίτιδας αποτελούν τυπικά την πρώτη ένδειξη γρίπης ή κρυολογήματος, μιας και ο ιός αναπαράγεται και συσσωρεύεται στον λαιμό πριν προκαλέσει συμπτώματα και σε άλλα τμήματα του αναπνευστικού συστήματος.
Η βραχνάδα προκαλείται από την προσβολή των ιστών γύρω από τις φωνητικές χορδές από τον ίδιο ιό, ενώ ο βήχας από τη γενικότερη φλεγμονή στον λαιμό.
Οι γαργάρες με αλατόνερο μπορεί να καταπραΰνουν αποτελεσματικά τον πονόλαιμο.
Επίσης χρειάζεται κανείς να πίνει άφθονα υγρά για να αποφύγει την αφυδάτωση, ενώ η λήψη παρακεταμόλης ή ιβουπροφαίνης για την αντιμετώπιση της φλεγμονής και οι παστίλιες για τον πονόλαιμο είναι αποτελεσματικά μέτρα για τη θεραπεία.
Αντίθετα τα αντιβιοτικά δεν ωφελούν σε τίποτα, καθώς δεν καταπολεμούν τους ιούς, επομένως δε βοηθούν στην καταπολέμηση της φαρυγγίτιδας.
Λαρυγγίτιδα
Όταν ο πονόλαιμος συνοδεύεται από απώλεια φωνής ή αδύναμη φωνή και βήχα, η πιθανότερη αιτία είναι η ιογενής λαρυγγίτιδα.
Ο λάρυγγας μολύνεται από έναν ιό που εμποδίζει την παλμική κίνηση των φωνητικών χορδών και γι’ αυτό η ένταση της φωνής μειώνεται και ο ασθενής μπορεί μόνο να ψιθυρίσει.
Όπως και στην περίπτωση της ιογενούς φαρυγγίτιδας, η λήψη αντιβίωσης είναι αναποτελεσματική.
Και στην περίπτωση της λαρυγγίτιδας οι γαργάρες με αλατόνερο μπορεί να βοηθήσουν.
Γενικά ο τρόπος αντιμετώπισης της λαρυγγίτιδας είναι παρόμοιος με αυτόν της φαρυγγίτιδας, ενώ σε πολλές περιπτώσεις απαιτείται πλήρης αφωνία για μερικές μέρες μέχρι η φωνή να αρχίσει να επανέρχεται.
Παρόλα αυτά, αν τα συμπτώματα δεν υποχωρήσουν με τα παραπάνω μέτρα ή η κατάσταση επιδεινωθεί, ο ασθενής χρειάζεται να συμβουλευτεί τον γιατρό του, ο οποίος θα χορηγήσει μια πιο επιθετική θεραπεία.