Με τον ερχομό του καλοκαιριού, η συχνότητα των λοιμώξεων του ουροποιητικού συστήματος αυξάνεται σημαντικά. Η αντιμετώπισή τους εξαρτάται από τη βαρύτητα της λοίμωξης, το προσβεβλημένο όργανο, τους παράγοντες κινδύνου και τον κίνδυνο επιπλοκών.
Ανάλογα με το τμήμα που επηρεάζουν, οι ουρολοιμώξεις χωρίζονται σε αυτές του ανώτερου και του κατώτερου ουροποιητικού συστήματος. Η ονομασία τους διαφέρει ανάλογα με το όργανο που επηρεάζουν. Οι πιο συνηθισμένες μορφές είναι η πυελονεφρίτιδα, η κυστίτιδα, η προστατίτιδα και η ουρηθρίτιδα. Ανάλογα με τη βαρύτητα των συμπτωμάτων και την παρουσία ή μη παραγόντων κινδύνου, μπορεί να είναι απλές ή επικίνδυνες/πολύπλοκες. Υπάρχουν και οι υποτροπιάζουσες μορφές, οι οποίες εμφανίζονται τουλάχιστον τρεις φορές ανά έτος σε ευάλωτους ασθενείς.
Επιδημιολογία και Παθοφυσιολογία
Ο γυναικείος πληθυσμός έχει τετραπλάσια πιθανότητα εμφάνισης λοιμώξεων του ουροποιητικού σε σχέση με τον ανδρικό. Το 10% των γυναικών εμφανίζει ουρολοίμωξη τουλάχιστον μια φορά ετησίως και το 5% τουλάχιστον δύο φορές. Η συνηθέστερη ηλικία εμφάνισης ουρολοιμώξεων στις γυναίκες είναι 16-35 ετών.
Τα ούρα σχηματίζονται από τους νεφρούς, ταξιδεύουν μέσω των ουρητήρων, αποθηκεύονται στην ουροδόχο κύστη και αποβάλλονται είτε απ’ ευθείας μέσω της ουρήθρας στις γυναίκες, είτε αφότου διέλθουν από τον προστάτη στους άνδρες. Υπό φυσιολογικές συνθήκες, το όξινο περιβάλλον των ούρων (pH<5), η αυξημένη συγκέντρωση ουρίας και πρωτεϊνών, η παραγωγή αντιμικροβιακών πεπτιδίων και προφλεγμονωδών κυτοκινών από τα κύτταρα του ουροθηλίου και η συχνή διούρηση που οδηγεί στην πλήρη κένωση της ουροδόχου κύστης, αποτελούν μηχανισμούς άμυνας του οργανισμού απέναντι στις ουρολοιμώξεις.
Ωστόσο, διάφοροι μικροοργανισμοί -και κυρίως βακτήρια όπως το E. coli και σπανιότερα το Klebsiella, το Proteus και άλλα βακτήρια του γένους Enterococcus–, δοθέντων των κατάλληλων συνθηκών μπορεί να υπερισχύσουν των αμυντικών μηχανισμών του οργανισμού και να προκαλέσουν ουρολοιμώξεις.
Παράγοντες κινδύνου
Ανατομικές διαφοροποιήσεις, όπως η εγγύτητα του ουρηθρικού πόρου με το ορθό, η κοντή ουρήθρα και καταστάσεις όπως η εγκυμοσύνη και η εμμηνόπαυση -που συνοδεύονται από έντονες ορμονικές διαφοροποιήσεις- είναι τα βασικότερα αίτια που κάνουν τις γυναίκες πιο ευάλωτες στις ουρολοιμώξεις. Αντίστοιχα, η καλοήθης υπερπλασία του προστάτη -που οδηγεί στην μείωση των εκκρίσεων του προστατικού οξέος και στην ελλιπή κένωση της κύστης- αυξάνει την ευαισθησία των ανδρών.
Παράγοντες που επηρεάζουν και τα δύο φύλα είναι η συχνή σεξουαλική επαφή χωρίς προφυλάξεις με διαφορετικά άτομα, η αφυδάτωση, η λήψη αντιβιοτικών και η διάρροια. Βασικό νόσημα που αυξάνει τον κίνδυνο πρόκλησης επιπλοκών είναι ο διαβήτης και η χρήση ανοσοκατασταλτικών φαρμάκων.
Συμπτώματα
Τα πιο συνηθισμένα συμπτώματα είναι η πολυουρία, ο πόνος και το αίσθημα καύσου ή τσουξίματος κατά την ούρηση, η αίσθηση επιτακτικής ανάγκης για κένωση της κύστης με αποβολή μικρής ποσότητας ούρων, η δυσοσμία και η θολή όψη των ούρων. Πολύπλοκες και σοβαρότερες ουρολοιμώξεις, όπως η πυελονεφρίτιδα και η προστατίτιδα, συνοδεύονται από πυρετό, ρίγη, άλγος στην περιοχή των νεφρών, ναυτία, τάση για έμετο και αιματουρία.
Διάγνωση
Οι οδηγίες προτείνουν τη χρήση dipstick ή γενικής ούρων για να διερευνηθεί το pH, η παρουσία πυοσφαιρίων ή αυξημένης συγκέντρωσης μικροοργανισμών. Σε πολλές περιπτώσεις πραγματοποιείται καλλιέργεια ούρων και αντιβιόγραμμα, ώστε να εντοπιστεί το αντιβιοτικό εκλογής, αν χρειαστεί.
Θεραπεία
Οι θεραπευτικοί στόχοι περιλαμβάνουν την υποχώρηση των συμπτωμάτων, την αποφυγή μιας αρνητικής εξέλιξης (π.χ. πυελονεφρίτιδας) και τη μείωση της πιθανότητας εμφάνισης υποτροπών. Για να επιτευχθούν, είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί η φλεγμονή και το παθογόνο (όταν αυτό είναι απαραίτητο).
Οι κατευθυντήριες οδηγίες προτείνουν την χρήση αντιφλεγμονωδών σε ασθενείς με συμπτώματα ήπιας ή μέτριας έντασης, λόγω της αυτοπεριοριζόμενης φύσης της νόσου και του παγκόσμιου προβλήματος της μικροβιακής αντοχής. Τα αντιβιοτικά συνεχίζουν να αποτελούν σημαντικό μέρος του standard of care.
Κάλλιον του θεραπεύειν το προλαμβάνειν
Δείτε παρακάτω απλές συμβουλές…
- Κατανάλωση άφθονου νερού: Αυξάνει τη συχνότητα διούρησης και κένωσης της κύστης αποτρέποντας τη συσσώρευση ανεπιθύμητων μικροβίων.
- Χρήση ειδικού καθαριστικού για την ευαίσθητη περιοχή: Προτείνεται καθαριστικό ειδικά σχεδιασμένο για την πρόληψη των ουρολοιμώξεων.
- Σωστή λήψη της φαρμακευτικής θεραπείας: Η πιστή συμμόρφωση στη θεραπεία, όσον αφορά τη συχνότητα δόσεων αλλά και τη διάρκειά της, είναι άμεσα συνδεδεμένη με την επιτυχία της. Για την ολοκληρωμένη εξάλειψη του παθογόνου είναι σημαντικό να μην παραλείπονται δόσεις και το φάρμακο να λαμβάνεται για όσες ημέρες απαιτείται, ανεξαρτήτως της υποχώρησης των συμπτωμάτων.
- Λήψη φαρμάκων φυτικής προέλευσης: Πέρα από τη χρήση τους σαν θεραπεία στην οξεία φάση, τα σκευάσματα αυτά έχουν αποδείξει πως μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντική μείωση των υποτροπών, λόγω της αντιφλεγμονώδους δράσης και της αποτροπής της προσκόλλησης των βακτηρίων.
- Λήψη προβιοτικών σκευασμάτων: Αν και βρίσκεται υπό διερεύνηση, η χρήση σκευασμάτων για τη διατήρηση του υγιούς μικροβιώματος στο ουροποιητικό σύστημα, συμβάλλει αποτελεσματικά στην πρόληψη των ουρολοιμώξεων.
- Σκευάσματα Cranberry: Ένα βότανο (Vaccinium macrocarpon) το οποίο προτείνεται να λαμβάνεται σε δόση >36mg καθημερινά, για την πρόληψη υποτροπιαζουσών ουρολοιμώξεων που προκαλούνται από E. coli. Χάρη στις προανθοκυανιδίνες τύπου Α, αναστέλλει την προσκόλληση βακτηρίων στα κυτταρικά τοιχώματα του ουροποιητικού σωλήνα.
- D–mannose: Δρα αποτρέποντας την προσκόλληση του βακτηρίου E.coli και αποτελεί πολύ καλή επιλογή είτε για την πρόληψη της εμφάνισης ουρολοιμώξεων είτε για την ενίσχυση της δράσης της αντιβιοτικής αγωγής, καθώς μπορούν να συνδυαστούν με ασφάλεια. Είναι εξαιρετικά αποτελεσματικό σε συνδυασμό με το Cranberry λόγω της συνεργικής τους δράσης.