Σύμφωνα με τα δεδομένα μιας νέας έρευνας που διεξήχθη από το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου «King’s College», το μητρικό άγχος πριν και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης ενδέχεται να επηρεάζει την εγκεφαλική λειτουργία του βρέφους και να το καθιστά ευάλωτο στο άγχος, μελλοντικά.
Πιο συγκεκριμένα, διαπιστώθηκε μια μείωση στην ανάπτυξη νευρικών ινών της λευκής ουσίας στα βρέφη των οποίων οι μητέρες είχαν βιώσει άγχος κατά την προγεννητική περίοδο (απλό άγχος για τα ζητήματα της καθημερινότητας, σοβαρά τραυματικά γεγονότα ζωής, όπως πένθος από την απώλεια αγαπημένου προσώπου, χωρισμός ή διαζύγιο).
Οι ερευνητές κατέληγαν σε έναν δείκτη εκτίμησης άγχους για την κάθε μητέρα ο οποίος προέκυπτε από τον αριθμό των στρεσογόνων γεγονότων που αυτές είχαν βιώσει σε συνδυασμό με τη σοβαρότητα του κάθε παράγοντα και μπορούσε να πάρει τιμές από 0 έως 270.
Οι επιστήμονες θεωρούν ότι ενδέχεται οι ορμόνες άγχους των μητέρων να περνούν στα βρέφη καθώς φτάνουν στη μήτρα.
Η υπόθεση αυτή έχει επιβεβαιωθεί, καθώς φαίνεται ότι η κορτιζόλη διαπερνά τον πλακούντα, με αποτέλεσμα τα βρέφη των οποίων οι μητέρες έχουν αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης να γεννιούνται με αυξημένα επίπεδα κορτιζόλης, νορεπινεφρίνης και μειωμένα επίπεδα ντοπαμινης και σεροτονίνης, δύο ορμόνες που χαρακτηρίζονται ως «ορμόνες της ευτυχίας».
Οι ερευνητές τονίζουν ότι η συγκεκριμένη έρευνα αναδεικνύει τη σημασία παροχής στήριξης στις μέλλουσες μητέρες σε ψυχολογικό επίπεδο.
Προγενέστερες έρευνες που διεξήχθηκαν στο παρελθόν έδειξαν ότι η Γνωστική – Συμπεριφορική Θεραπεία μπορεί να μετριάσει τις επιπτώσεις αυτού του άγχους στα βρέφη.