Oι άνθρωποι πολύ συχνά θέλουν να αγοράσουν ένα καινούριο καλλυντικό, ένα συμπλήρωμα ή ακόμη κι ένα φάρμακο, για να αντιμετωπίσουν κάποιο σύμπτωμα που τους ταλαιπωρεί.
Πότε κάποιος όμως απευθύνεται στο φαρμακοποιό και πότε στο γιατρό του;
Ένας ασθενής που λαμβάνει μακροχρόνια αγωγή, θα πρέπει πάντα να ενημερώνει πρώτα το θεράποντα ιατρό του, αν θέλει να πάρει κάποιο νέο σκεύασμα ή προϊόν όπως παραφάρμακο, συμπλήρωμα διατροφής ή μερικές φορές ακόμη και καλλυντικό.
Φυσικά είναι ευθύνη και υποχρέωση του γιατρού να ενημερώνει τον ασθενή του για τη δοσολογία των φαρμάκων του αλλά και των συμπληρωμάτων διατροφής που επιθυμεί να λάβει, όπως όμως και για ανεπιθύμητες ενέργειες που μπορεί να προκύψουν.
Σε γενικές γραμμές, είναι θετικό ο ασθενής να κάνει τεστ σχετικά με αλλεργίες ή δυσανεξίες σε κάποια στιγμή της ζωής του και να γνωρίζει καλά το ιστορικό του, ώστε όταν μπαίνει στο φαρμακείο, να ενημερώνει το φαρμακοποιό σχετικά με τα παραπάνω.
Όμως, πριν πάει στο φαρμακείο, είτε θέλει κάποιο φάρμακο για να ανακουφίσει κάποιο σύμπτωμα, είτε κάποιο συμπλήρωμα, θα πρέπει να ρωτήσει το γιατρό του για το αν μπορεί να το πάρει.
Ο ασθενής μπορεί να συμβουλευθεί το φαρμακοποιό του σε θέματα σχετικά με τα συμπτώματά του, τι μπορεί να πάρει για να τα καταπραΰνει, για πόσο καιρό και σε ποια δόση κάτι που συμβαίνει συχνά σε περιπτώσεις όπως ένα απλό κρυολόγημα.
Βέβαια, για άλλα συμπτώματα που για παράδειγμα εμφανίζονται παράδοξα πρώτη φορά, φαίνεται να επιμένουν ή όταν η κατάσταση της υγείας του ασθενούς παραμένει σταθερή και δεν βελτιώνεται με τη θεραπεία, πρέπει να συνηθίσουμε όλοι να απευθυνόμαστε στο γιατρό μας.
Εκείνος με τη σειρά του, θα πράξει κατάλληλα και με τις απαραίτητες εξετάσεις με στόχο για να βρει την αιτία και να χορηγήσει την κατάλληλη αγωγή.
Αυτά που πρέπει να γνωρίζει ο ασθενής είναι πράγματα όπως ποιο φάρμακο του συνταγογραφήθηκε, να έχει καταλάβει τον τρόπο λήψης αλλά και τη δόση του φαρμάκου που του χορηγήθηκε.
Ο φαρμακοποιός μπορεί να δώσει χρήσιμες συμβουλές για το πως ο ασθενής μπορεί να αλλάξει ή να βελτιώσει τον τρόπο ζωής του και πρέπει να υπογραμμίζει τη σπουδαιότητα της πρόληψης και των ετήσιων τσεκ απ.
Ακόμη, είναι σημαντικό να αναφέρουμε πως ο φαρμακοποιός μπορεί να δώσει φάρμακα μόνο για απλές περιπτώσεις που έχουν ήπια συμπτώματα.
Όταν τα συμπτώματα είναι πιο σοβαρά ή πιθανώς επικίνδυνα, ο φαρμακοποιός οφείλει να παραπέμψει τον ασθενή στον κατάλληλο ιατρό και ο ασθενής να απευθυνθεί σε εκείνον το συντομότερο.
Ο ρόλος του φαρμακοποιού δεν είναι μόνο η σωστή εκτέλεσης της συνταγής και ο έλεγχο της δοσολογία της θεραπείας.
Είναι να ενημερώνει, να συμβουλεύει και να καθοδηγεί επιστημονικά, ορθά και με ασφάλεια τους ασθενείς και τους πελάτες -ανάλογα με τις ανάγκες τους-, να αναγνωρίζει και να αξιολογεί για να παραπέμπει τους ασθενείς βάσει των συμπτωμάτων τους στον κατάλληλο επαγγελματία υγείας.
Ο ρόλος του γιατρού, είναι η λήψη ολοκληρωμένου ιστορικού, η αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας του ασθενούς και η εξέταση του, με στόχο την ανακάλυψη της αιτίας της παθολογίας του, όπως και η συνεχής παρακολούθηση της εξέλιξης της υγείας του ασθενούς, ώστε να μπορεί να χορηγήσει -σε κάθε περίπτωση-, την κατάλληλη θεραπεία.
Οφείλει να εξηγεί με τρόπο απλό και κατανοητό στον ασθενή του πως, πότε και για πόσο θα λαμβάνει την αγωγή που του χορήγησε.
Για οποιαδήποτε παρενέργεια εμφανιστεί, θα πρέπει πάντα να ενημερώνεται θεράπων ιατρός.
Οι ρόλοι του φαρμακοποιού και του γιατρού είναι ξεχωριστοί, προσφέροντας όμως σε έναν κοινό σκοπό.
Την περίθαλψη των ασθενών και την προαγωγή της υγείας.
Ιωάννης Βουλτσάκης, Φαρμακοποιός