Η θυρεοειδίτιδα Hashimoto είναι μια από τις αυτοάνοσες νόσους του θυρεοειδή αδένα, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την υπολειτουργία του αδένα, τη λεμφοκυτταρική διήθηση και την παραγωγή αυτό-αντισωμάτων (TPO-Ab, Tg-Ab).
Η νόσος φαίνεται να προκαλείται από την αλληλεπίδραση γενετικών και περιβαλλοντικών παραγόντων, χωρίς να έχει διευκρινιστεί ο ακριβής μηχανισμός.
Οι περισσότεροι ασθενείς λαμβάνουν εφ’ όρου ζωής λεβοθυροξίνη LT4, ωστόσο αυτή η φαρμακευτική αγωγή πολλές φορές δεν είναι επαρκής για να βελτιώσει την ποιότητα ζωής τους.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι τροποποιήσεις στη διατροφή μπορεί να είναι ωφέλιμες στους ασθενείς με Hashimoto.
Ιώδιο
Το ιώδιο ανήκει στα μικροσυστατικά, βρίσκεται σε αφθονία στη φύση και έχει ενεργό ρόλο στη λειτουργία του θυρεοειδούς αδένα και τη σύνθεση των θυρεοειδικών ορμονών.
Εντοπίζεται σε σημαντικές ποσότητες στα θαλασσινά (π.χ. καλαμάρι, σαρδέλες, μπακαλιάρος, γαρίδες, σολομός, τόνος, χτένια), σε ζωικά προϊόντα (γιαούρτι, αγελαδινό γάλα, αυγά) και σε κάποια φρούτα (μύρτιλλα και φράουλες).
Η συνιστώμενη ημερήσια πρόσληψη για τους ενήλικες ανέρχεται στα 150 g, ενώ οι απαιτήσεις σε ιώδιο αυξάνονται κατά την εγκυμοσύνη και τον θηλασμό στα 250 g.
Πλήθος επιδημιολογικών μελετών φέρουν το συμπέρασμα ότι η σοβαρή έλλειψη ιωδίου σε έναν πληθυσμό οδηγεί σε βρογχοκήλη και υποθυρεοειδισμό λόγω μειωμένης παραγωγής της θυρεοειδικής ορμόνης, ενώ η χρόνια έλλειψη ήπιου ή μετρίου βαθμού αυξάνει τον επιπολασμό της τοξικής οζώδους βρογχοκήλης ή του υπερθυρεοειδισμού.
Εξίσου σημαντική αρνητική επίδραση στη λειτουργία του θυρεοειδούς παρουσιάζει η υπερβολική πρόσληψη ιωδίου ή η αύξηση της κατανάλωσής του, όπως παρατηρήθηκε χαρακτηριστικά κατόπιν εφαρμογής του προγράμματος εμπλουτισμού των τροφίμων με ιώδιο σε πληθυσμούς που εμφάνιζαν έλλειψη.
Τα δεδομένα βρίθουν όσον αφορά τη σχέση σε μορφή καμπύλης U που συνδέει την πρόσληψη ιωδίου και την αυτοάνοση θυρεοειδίτιδα, όπως περιγράψαμε παραπάνω.
Ως εκ τούτου, κρίνεται ύψιστης σημασίας η διατήρηση των φυσιολογικών επιπέδων ιωδίου στον οργανισμό με στόχο τη διόρθωση της όποιας ανεπάρκειας και την οριοθετημένη διατροφική πρόσληψή του εντός των συστάσεων, ώστε να μην ξεπερνάει τα επιτρεπτά όρια.
Ο έλεγχος των επιπέδων ιωδίου γίνεται με εξέταση της απεκκρινόμενης ποσότητάς του στα ούρα, φυσιολογικά μεταξύ 100 – 200 μg/L.
Σελήνιο
Το σελήνιο έχει αντιοξειδωτικές κι αντιφλεγμονώδεις λειτουργίες αλλά είναι και απαραίτητο για την μετατροπή της Τ4 στην ενεργή μορφή της, Τ3.
Τα ένζυμα που καταλύουν αυτήν την αντίδραση, οι αποϊωδινάσες 1,2 και 3, χρειάζονται σελήνιο για την αφαίρεση του ιωδίου από την Τ4.
Το σελήνιο είναι επίσης απαραίτητο για τη λειτουργία της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης, ένα ένζυμο που διασπά το υπεροξείδιο του οξυγόνου που δεν χρησιμοποιήθηκε στη σύνθεση των ορμονών.
Η συνιστώμενη πρόσληψη σεληνίου για την επαρκή λειτουργία της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης είναι 55-75 μg/ημέρα.
Η συμπληρωματική χορήγηση σεληνίου σε ασθενείς με Hashimoto φαίνεται να μειώνει τη φλεγμονή και την ανοσοαπόκριση, μέσω της αύξησης στο πλάσμα της υπεροξειδάσης της γλουταθειόνης, της αναγωγάσης της θειορεδοξίνης και μειώνοντας το υπεροξείδιο του οξυγόνου και την υπεροξείδωση των λιπιδίων, που προκαλούνται από τη σύνθεση των ορμονών του θυρεοειδούς, ενώ έχει παρατηρηθεί και μείωση στο αντίσωμα TPO-Ab.
Η χορήγηση σεληνομεθειονίνης φαίνεται να είναι αποτελεσματική σε ασθενείς με Hashimoto κι έλλειψη σεληνίου με επαρκή πρόσληψη ιωδίου.
Παρόλο που δεν υπάρχει ξεκάθαρη εικόνα για την πρόσληψη του σεληνίου προς όφελος των ασθενών, συστήνεται η επαρκής, εάν όχι υψηλότερη, πρόσληψή του.
Βιταμίνη D
Η δράση της βιταμίνης D αφορά κυρίως στο μυοσκελετικό σύστημα και στην ομοιόσταση του φωσφόρου και του ασβεστίου στο σώμα.
Έχει επίσης συσχετισθεί και με άλλες λειτουργίες στον οργανισμό, αλλά και με τη νόσο Hashimoto σε άτομα με ανεπάρκεια.
Ωστόσο, παραμένει ασαφές εάν η νόσος έχει ως αποτέλεσμα τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης ή το αντίστροφο.
Υποστηρίζεται πως η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D υπό μορφή χοληκαλσιφερόλης (1500-2000IU/ ημέρα) έχει θέση στην αντιμετώπιση της νόσου, μειώνοντας τα επίπεδα TPO-Ab σε άτομα με ανεπάρκεια, πιθανότατα λόγω της αντιφλεγμονώδους και ανοσορρυθμιστικής της δράσης.
Άλλα δεδομένα υποστηρίζουν πως η συμπληρωματική χορήγηση βιταμίνης D σε ασθενείς που λαμβάνουν λεβοθυροξίνη (με επαρκή ή μη επίπεδα βιταμίνης), μειώνει τα αυτοαντισώματα, ενισχύοντας ουσιαστικά την αποτελεσματικότητα της φαρμακευτικής αγωγής.
Επιπλέον, οι ασθενείς στους οποίους η νόσος δεν ελέγχεται επαρκώς από τη φαρμακευτική αγωγή, φαίνεται να επωφελούνται περισσότερο από τη χορήγηση βιταμίνης D σε σχέση με τους καλά ρυθμισμένους.
Συμπερασματικά, ένα συμπλήρωμα βιταμίνης D πιθανόν να έχει θετικά αποτελέσματα σε ασθενείς με Hashimoto, είτε έχουν ανεπάρκεια είτε όχι.
Ο ρόλος της γλουτένης
Η κοιλιοκάκη έχει συνδεθεί με διάφορες αυτοάνοσες διαταραχές συμπεριλαμβανομένου της θυρεοειδίτιδας.
Αυτό μπορεί να εξηγηθεί μέσω της αυξημένης δυσαπορρόφησης σεληνίου και ιωδίου λόγω διαταραχών στη δομή των λαχνών στο έντερο που οδηγεί στην αύξηση των αντισωμάτων που επηρεάζουν την λειτουργία διαφόρων ιστών.
Μία δίαιτα χαμηλή σε γλουτένη είναι σημαντική για άτομα με κοιλιοκάκη και υποθυρεοειδισμό ή ακόμα και για άτομα με ευαισθησία στη γλουτένη.
Εντερικό μικροβίωμα
Σε θυρεοειδικούς ασθενείς το εντερικό μικροβίωμα μεταβάλεται ανάλογα με τις διάφορες διαταραχές της ανώτερης εντερικής οδού.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να δημιουργούνται διαφορετικά προφίλ μικροβίων και αυξημένη ανάγκη θυροξίνης.
Μία δίαιτα που θα μεταβάλει το εντερικό μικροβίωμα μπορεί να είναι σε θέση να μεταβάλει και την ποσότητα της απαιτούμενης δόσης Τ4, αλλά η απουσία μελετών που συσχετίζουν συγκεκριμένους μικροοργανισμούς με την απορρόφηση της Τ4 μας αποτρέπει από το να παρέμβουμε στο εντερικό μικροβίωμα είτε διατροφικά είτε φαρμακευτικά.
Ο ρόλος της λακτόζης
Η απουσία ή μειωμένη δραστικότητα του ενζύμου λακτάση, το οποίο διασπά τη λακτόζη που προσλαμβάνεται από την τροφή, οδηγεί στην ανάπτυξη της δυσανεξίας στη λακτόζη.
Η μη απορροφούμενη λακτόζη αντλεί νερό μέσα στον εντερικό αυλό και ζυμώνετε από τα βακτήρια του εντέρου.
Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να προκαλείται ώσμωση και να επιταχύνετε η διέγερση του λεπτού εντέρου, κάτι που οδηγεί σε μειωμένο χρόνο επαφής της λακτάσης με τη λακτόζη μειώνοντας περαιτέρω την υδρόλυση και επιβαρύνοντας τα συμπτώματα της δυσανεξίας.
Η δυσλειτουργία που προκύπτει στον εντερικό αυλό συνήθως οδηγεί στην απαίτηση μεγαλύτερων δόσεων φαρμακευτικής δόσης Τ4.
Η δυσανεξία στη λακτόζη είναι συχνότερη σε άτομα με Hashimoto από ό,τι στον γενικό πληθυσμό.
Μία δίαιτα περιορισμένης λακτόζης για 8 εβδομάδες οδήγησε σε σημαντική μείωση των επιπέδων TSH σε ασθενείς με δυσανεξία στη λακτόζη.
Η μείωση αυτή είναι χρήσιμη για ασθενείς που απαιτούν μεγάλες δόσεις Τ4 ή είναι ανθεκτικοί στην θεραπεία με Τ4.
Άτομα με δυσανεξία στην λακτόζη έχουν επίσης διαφορετικό εντερικό μικροβίωμα (συμπεριλαμβανομένου ατόμων με hashimoto).
Νίκος Καφετζόπουλος, Κλινικός Διαιτολόγος – Διατροφολόγος, Nutribase Nutrition
www.y-o.gr